Του Χρήστου Σακαρίκα
Όχι, δε θα ζητήσω πίσω τα κλεμμένα.
Δώστε μου πίσω τη ζωή μου θα σας πω.
Σε εσάς απάτριδες, της χώρας μου η ντροπή, σε εσάς απευθύνομαι.
Εσείς ρημάξατε τη χώρα μου, εσείς καταντήσατε τη χώρα μου σε μαύρο χάλι.
Αυτό μπορούσατε, αυτό ήσασταν ικανοί να κάνετε.
Αυτό κάνατε.
Το δικό σας χέρι σπρώχνει στην αυτοκτονία τους συμπατριώτες μου.
Το δικό σας χέρι κρατώντας ύπουλο νυστέρι θερίζει τα μωρά στη μήτρα των Ελληνίδων μανάδων.
Σκοτώνει τα μωρά που δε θα γεννηθούν.
Σκοτώνει κι εκείνα που δεν έχουν ακόμα συλληφθεί, γιατί εσείς εμποδίζετε το σμίξιμο των ζευγαριών σε γάμο.
Εσείς εμποδίζετε το στήσιμο του σπιτικού.
Γιατί οι νέοι μας δεν τολμούν να ανοίξουν σπίτι, δεν τολμούν να παντρευτούν, δεν τολμούν να γεννήσουν παιδιά.
Εσείς εμποδίζετε τη συνέχεια του γένους μου.
Με το δικό σας τρόπο. Εσείς εφαρμόζετε γενοκτονία.
Μια μέρα, όχι τόσο μακρινή, θα πληρώσετε γι’ αυτό.
Αν όχι από τους ανθρώπους, θα το πληρώσετε από τη θεία δίκη.
Γιατί υπάρχει θεία δίκη!
Εσείς στο εξής, όταν ξαπλώνετε θα ακούτε το κλάμα των αγέννητων παιδιών, θα ξυπνάτε λουσμένοι στον ιδρώτα, θα ακούτε και θα βλέπετε χιλιάδες μωρά να σας φωνάζουν..
«Δώστε μας πίσω τη ζωή μας!»
Γενοκτονία είναι ο οργανωμένος θάνατος ενός λαού.
Στο παρελθόν γινόταν από τους ισχυρούς με τα όπλα, άλλες πάλι φορές, τους ερχόνταν πιο οικονομικά με τη λιμοκτονία.
Σήμερα μας σκοτώνετε με τη στέρηση ελπίδας.
Γιατί η ιστορία και ο πολιτισμός του τόπου μας θέλει τη γέννηση να έρχεται μέσα από την οικογένεια. Γεννάς παιδιά όταν ελπίζεις, όταν μπορείς να θρέψεις, όταν βλέπεις στο γέννημά σου μέλλον.
Δε γεννάς όταν σε τιμωρούν που γέννησες παιδιά.
Στερήσατε τη χώρα μου από τους μελλοντικούς επιστήμονες που θα κάνουν έρευνα, από τους μελλοντικούς μηχανικούς που θα χτίζουν, από τους μελλοντικούς γιατρούς που θα θεραπεύουν, από τους μελλοντικούς στρατιώτες που θα προστατεύουν την πατρίδα μου.
Στερήσατε τη χώρα μου από τη μελλοντική γενιά των νέων γυναικών που είναι οι πιο όμορφες του κόσμου.
Αυτές που θα γίνουν οι καλύτερες σύντροφοι, οι καλύτερες μανάδες.
Του τόπου μας, του στερήσατε το μέλλον.
Τέτοιοι ήσαστε, τέτοια μπορέσατε.
Δουλοπρεπείς ήσασταν οι ηγέτες μου.
Ποτέ σας δεν αντισταθήκατε στη βαρβαρότητα.
Υποταγμένοι και υπάκουοι στα ντόπια και ξένα αφεντικά σας.
Πάντα παίρνατε από μάς. Ότι έλλειπε το πληρώναμε εμείς.
Πάντα χαρίζατε σ’ αυτούς.
Μας αφαιρέσατε την ελπίδα.
Για το λαό μας η ελπίδα, είναι η ίδια του η ζωή.
«Δώστε μας πίσω τη ζωή μας!»
Σε λίγο έρχονται γιορτές.
Όμως δε θα είναι για όλους οι γιορτές. Εσείς θα τις περάσετε στα πλούσια σαλέ. Εμείς, όλοι εμείς οι υπόλοιποι, εμείς που είμαστε πολλοί, ίσως και να μη βγούμε από το σπίτι. Ίσως τη νύχτα να κοιμόμαστε ντυμένοι με διπλή φορεσιά ρούχων.
Εμείς και τα παιδιά μας θα βγάλουμε τις νύχτες παγωμένοι.
Εσείς, να είσαστε άνετοι, να χαλαρώστε και πιείτε από το ποτήρι σας νωχελικά σαμπάνια.
Αναρωτιέμαι πώς το χαβιάρι κι η σαμπάνια στις γιορτινές σας ρεβεγιόν δε γίνονται δηλητήριο στο στόμα σας.
Πέστε μου πώς θα ζήσει ετούτη η χώρα, ύστερα από την πολλαπλή λεηλασία;
Πέστε μου πώς θα ζήσει ετούτος ο λαός που σπρώξατε στο χείλος του γκρεμού;
Δεν είναι που σκοτώνετε όποιον έμμεσα σπρώχνετε να πέσει από ψηλά, σκοτώνετε κι εκείνον που δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Σκοτώνετε το μέλλον!
Για όσους δεν το άντεξαν κι έδωκαν στη ζωή τους τέλος, γι’ αυτούς θα γράψω:
«Δώστε τους πίσω τη ζωή τους!»
Χρόνια σπουδές, χρόνια αγωνία και ξενύχτια, χρόνια στο στομάχι το σφίξιμο κι οι αφόρητοι πόνοι στο έντερο. Χρόνια η αρρυθμία του έμμηνου κύκλου που είχε το άγχος για αιτία. Χρόνια οι ασταμάτητοι οι πονοκέφαλοι.
Για να βγει η ύλη, να περάσει το μάθημα, να φύγει κι αυτό το έτος, να φτάσουμε στο πτυχίο.
Μετά στο μεταπτυχιακό, τα ίδια κι εκεί, ίσως με πιο μεγάλη την ελπίδα.
Άιντε τελειώνουμε! Από τα 9 στην ξένη γλώσσα, από τα 12 στη δεύτερη.
Να έχουμε εφόδια, να κατακτήσουμε τη γνώση, να κατακτήσουμε μαζί της και τον κόσμο.
Τον μικρό, απλό, δικό μας κόσμο. Όχι εκείνον των άλλων. Εκείνος ο κόσμος είναι ξένος για εμάς.
Αν είσαι αγόρι, τότε υπηρέτησες και την πατρίδα, δεν το’ σκασες για το εξωτερικό όπως κάνουν των πλουσίων τα παιδιά. Τώρα είσαι έτοιμος, είσαι έτοιμη να ανταποδώσεις στην πατρίδα ότι έκανε για σένα.
Κι ηθελημένα αγνοείς το «δωρεάν παιδεία».
Παιδεία που για σένα δεν ήταν καθόλου δωρεάν!
Τώρα θέλεις να στύψεις την πέτρα.
Γιατί μπορείς, γιατί έχεις την ικανότητα να στύψεις την πέτρα.
Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να αρχίσεις τη δουλειά και να γευτείς τη χαρά της δημιουργίας.
Να χαρείς τον πρώτο σου μισθό και ας είναι λιγότερος από αυτό που αξίζεις.
Να πάς στο σπίτι ένα μπουκέτο με λουλούδια, να χωθείς στην αγκαλιά της μάνας.
Ένα μπουκέτο λουλούδια για τη μάνα κι ένα κουτί γλυκά.
Μικρή αμοιβή, πολύ μικρή, συμβολική, για όσα έκανε για σένα.
Να πάρεις την αγαπημένη ή τον αγαπημένο και να κεράσετε τους φίλους το βραδάκι.
Χαρείτε φίλοι, το κέρασμα είναι από τον πρώτο μου μισθό!
Είναι από κείνη τη δουλειά που προσδοκάς, που όμως δε βρίσκεται.
Από κείνον το πρώτο το μισθό, που όμως δεν έρχεται.
Απ’ το μισθό που είναι όνειρο. Κατάντησε για σένα όνειρο μακρινό.
Δε βρίσκεται για σένα μια δουλειά, που είναι δικαίωμά σου.
Γιατί στις μέρες μας καταπατήθηκαν τα δικαιώματα!
Δεν είσαι μόνο εσύ, είναι ο Νίκος κι η Ελένη, είναι η Μυρσίνη κι ο Αλέξανδρος, είναι η Μαρία, είναι ο Βασίλης, είναι, είναι, είναι…είναι χιλιάδες!
Είσαστε όλοι εκείνοι που δεν αντέχεται να ζείτε από του πατέρα την κουτσουρεμένη σύνταξη.
Που δεν αντέχετε να απλώνετε το χέρι στη μάνα, για του λεωφορείου το εισιτήριο. Για έναν καφέ.
Όλους εσάς σας εξαπάτησαν.
Γι’ αυτό έχετε δικαίωμα και υποχρέωση να βροντοφωνάξετε:
«Δώστε μας πίσω τη ζωή μας!»
Ασφαλώς, αγέρωχοι του τόπου αφέντες, δεν θα μείνετε εδώ. Μια λιμουζίνα ίσως σας πάει στο αεροδρόμιο για να πετάξετε σε τόπους που είναι ντυμένοι γιορτινά.
Να πάψετε να αισθάνεστε τη διάχυτη λύπη των άλλων, την εμφανή κατήφεια την πείνα και την ανέχεια που σπείρατε.
Να ξεσκάσετε και λίγο βρε αδερφέ!
Τόση προσπάθεια χρειάστηκε για υπερασπιστείτε τα «συμφέροντά» σας.
Τόση προσπάθεια χρειάστηκε για να βουλιάξετε την πιο όμορφη πατρίδα.
Όχι τη δική σας, τη δική μας πατρίδα εννοώ. Εσείς δεν έχετε πατρίδα.
Κοιτάξτε λίγο δίπλα σας.
Θα δείτε νέους δίπλα σας.
Νέους με τη βαλίτσα στο ένα χέρι. Αυτοί δεν πάνε σε τόπους γιορτινούς.
Αυτοί ψάχνουν για να βρουν δουλειά. Είναι εκείνα τα παιδιά που έκαναν λαμπρές σπουδές, που έχουν κοφτερό μυαλό. Είναι εκείνα τα παιδιά που έδιωξες εσύ.
Είναι εκείνα τα παιδιά που έψαχναν δουλειά. Έψαχναν ασταμάτητα μήνες πολλούς. Όμως, όσο κι αν προσπάθησαν δε μπόρεσαν να βρουν.
Είναι τα παιδιά που κουβαλούν μαζί τους τόνους απογοήτευσης.
Τόνους απελπισίας και μια βαλίτσα στο ένα χέρι.
Να πάνε στο άγνωστο.
Εσύ είσαι που έκανες την πατρίδα εχθρική.
Εσύ τους έπεισες, πως όπου και να πάνε θα είναι καλύτερα από εδώ.
Άφησαν τον προορισμό, τώρα γυρίζουν προς τα πίσω.
Γιατί προορισμός των παιδιών με το κοφτερό μυαλό και τις λαμπρές σπουδές, είναι η πατρίδα. Προορισμός τους είναι ο τόπος μας.
Είναι ο ουρανός κι θάλασσά μας.
Είναι η δεμένη Ελληνική οικογένεια.
Εδώ είναι ο προορισμός τους, εδώ είναι η θέση τους, εδώ είναι η ζωή τους.
Εδώ να ερωτευτούν, εδώ να κάνουνε παιδιά, εδώ να δημιουργήσουν.
Ρώτησες τη μάνα που τα γέννησε αν θέλει να τα αποχωριστεί;
Ρώτησες τον πατέρα με πόσες στερήσεις τα σπούδασε;
Όχι, δεν τον ρώτησες. Μόνο τους σκότωσες τα όνειρα.
Φυλάξου μη σε προσέξουν, γιατί θα σου φωνάξουν.
Δώσε μας πίσω τα σκοτωμένα όνειρα.
«Δώσε μας πίσω τη ζωή μας!»
Χάσαμε την ελπίδα για ζωή, μα θα παλέψουμε.
Μας κλέψαν την ελπίδα για ζωή, μα θα παλέψουμε.
Αυτός που είναι άρρωστος βαριά, αρχίζει να μη βρίσκει φάρμακο ζωής.
Γιατί πάνω στο φάρμακο στο άμεσο παρελθόν, έπεσαν οι γύπες και τα όρνια.
Ενώ του φάρμακου ο ετήσιος τζίρος το 2004 ήταν 3,9 δις, το 2009 έφτασε τα 9 δις.
Εμείς και τότε και τώρα, ήμασταν λίγο πολύ, ίσοι τον αριθμό.
Εμείς και τότε και τώρα, λίγο πολύ, το ίδιο αρρωσταίνουμε.
Που πήγαν λοιπόν τα 5,1 δις;
Σε ποιών αχρείων μπήκαν τις τσέπες;
Γιατί κανένας από αυτούς δεν πλήρωσε;
Γιατί όσοι λεηλάτησαν την υγεία μας, όσοι λεηλάτησαν τη ζωή μας, εξακολουθούν να τη λεηλατούν;
Αλλοίμονο σε όποιον πέσει στην ανάγκη της αρρώστιας, σε εκείνον που θα πέσει στην ανάγκη του κακού γιατρού, εκείνου που απαιτεί το φακελάκι.
Τιμή στον έντιμο γιατρό που ακόμα επιμένει να αντιστέκεται σε τούτη τη φθορά.
Όσοι επεδίωξαν να κλέψουν κι έκλεψαν, όσοι ασέλγησαν πάνω στο σώμα της υγείας, όλοι αυτοί μας κλέψαν και τη ζωή.
Μα εμείς θα το παλέψουμε.
Έχουμε με το μέρος μας τον τίμιο γιατρό, έχουμε με το μέρος μας το συνάνθρωπο που δίνει ή μοιράζεται το φάρμακό του. Έχουμε με το μέρος μας την ελπίδα.
Σε όλους αυτούς τους άθλιους μου μας έφεραν στη μοίρα ετούτη, πρέπει να πούμε με όση φωνή μας απόμεινε. Με όση φωνή διαθέτουμε.
«Δώστε μας πίσω τη ζωή μας!»
Για εσάς που βρίσκετε κλειστά νοσοκομεία, για όσους ψάχνετε ανύπαρκτο κρεβάτι εντατικής, για τα παιδιά που χάνονται, τις οικογένειες που ξεκληρίζονται στους άθλιους δρόμους. Αυτούς τους δρόμους που μας στοίχισαν δυόμιση φορές από όσο στοιχίζουν οι ασφαλείς δρόμοι στην Ευρώπη. Αυτούς τους δρόμους που αντί για άσφαλτο ασφαλή, φτιάξατε ασφαλή σαλέ στα βουνά της Ελβετίας, αγοράσατε σπίτια ασφαλή στο σίτυ του Λονδίνου και βίλες ασφαλείς στου Αιγαίου τα νησιά.
Για τα παιδιά που δε σας νοιάζει αν ζεσταίνονται ή αν πεινάνε στο σχολείο.
Για τα άλλα τα παιδιά, τα εικοσάχρονα, τα αμούστακα που πρέπει να εφαρμόσουν νόμους, να προστατέψουν τη δική σας περιουσία, γι αυτά που ανεξόπλιστα και απροστάτευτα γίνονται θύματα στο έγκλημα το οργανωμένο.
Δεν είδα κανέναν από εσάς να δώσει το ελάχιστο από τα πλούτη του για να τους πάρει σύγχρονα αλεξίσφαιρα γιλέκα.
Μόνο τις δυνάμεις καταστολής, αυτούς που τσακίζουν το διαμαρτυρόμενο κοσμάκη, αυτούς που τσακίζουν το διαμαρτυρόμενο φοιτητή, αυτούς τους έχετε σαν αστακούς εξοπλισμένους.
Γιατί εχθρός σας βλέπετε το λαό.
Πάντα εχθρός σας ήταν ο λαός.
Για τα σχολεία που κλείνουν.
Κανένας δε σας έχει πει πως κλείνοντας ένα σχολείο, ανοίγετε μια φυλακή;
Για τα παιδιά που εγκαταλείπουν τις σπουδές τους, όχι επειδή το δίπλωμα δεν έχει πια αξία, αλλά γιατί δεν έχουν τραφούν και να πληρώσουν νοίκι.
Για τους φαντάρους μας που φυλάνε σύνορα χωρίς νάχουν ζεστό κρεβάτι, τον αξιωματικό που ντρέπεται να μπει σε καφενείο γιατί δεν περισσεύουν για καφέ.
Για όλους που είναι απολυμένοι χωρίς να φταίνε, για όσους φέρνουν βόλτα με δυσκολία τη ζωή τους. Για όλους μας που το κατάστημα τροφίμων έχει τιμές που μας θυμίζουν φαρμακείο.
Για τα παιδιά που στο μάθημα λιποθυμούν.
Για όλους και για μένα το λέω, να το καταλάβουν οι αχρείοι.
Εμείς θα το παλέψουμε και θα νικήσουμε!
Αρπάξατε ότι μπορέσατε από εμάς, μα τώρα τέλειωσε.
Δεν θα σας επιτρέψουμε άλλα.
Δώστε μας όμως πίσω το πιο σημαντικό.
«Δώστε μας πίσω τη ζωή μας!»
Εσείς που τώρα κρύβεστε για να αποφύγετε του κόσμου το θυμό, εσείς που τώρα ξέρουμε καλά ποιοι είστε, εσείς που δεν τολμάτε να κοιτάξετε στα μάτια νηστικό, εσείς που κυκλοφορείτε πάντα με κουμπουροφόρα συνοδεία.
Εσείς οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, οι νταβατζήδες που διαφεντεύετε τη χώρα ετούτη, εσείς που λέγεστε ελίτ και δεν αφήνετε τον τόπο να προκόψει, εσείς που αρνείστε να συμβάλετε στου τόπου τις ανάγκες κι όλο το σκυλολόι που σας ακολουθεί.
Εσείς να ξέρετε ότι, εμείς θα το παλέψουμε.
Εσείς κι ότι αντιπροσωπεύετε πεθαίνει. Μέσα από εμάς, τις μυριάδες νηστικούς, τις μυριάδες άνεργους, μέσα από εμάς θα γεννηθεί το νέο.
Εμείς είμαστε του τόπου η ελπίδα!
Γι’ αυτό μη νοιάζεστε τόσο πολύ για το τομάρι σας.
Δε θα λερώναμε τα χέρια ακουμπώντας σας.
Δε θα σας κάνουμε τέτοια τιμή.
Ούτε το σάλιο από το φτύσιμό μας δεν αξίζετε.
Ένα μονάχα θέλουμε από σας.
«Δώστε μας πίσω τη ζωή μας!»
Μας υποσχεθήκατε καλύτερη ζωή και σας πιστέψαμε.
Μας ζητήσατε στήριξη και σας τη δώσαμε.
Με την απληστία σας, μας καταστρέψατε τη ζωή.
Μας χρωστάτε μια ζωή.
«Δώστε μας πίσω τη ζωή μας!»
Υ.Γ.
Έφτιαξαν λίγο περισσότερο φαγητό.
Πήραν ένα μέρος και το πρόσφεραν με ευγένεια σε ζευγάρι άστεγων που βρίσκονταν στην εσοχή ενός κτιρίου.
«Ξέρετε, φτιάξαμε λίγο παραπάνω φαγητό, και είπαμε να σας φέρουμε.
Ελπίζουμε να μην σας προσβάλουμε!»
«Όχι, καλά κάνατε, δεν μας προσβάλατε καθόλου.
«Όχι, καλά κάνατε, δεν μας προσβάλατε καθόλου.
Αλλά ξέρετε, εμείς σήμερα φάγαμε μια φορά.
Λίγο πιο πέρα εκείνοι, ίσως να μην έχουν φάει καθόλου.
Δεν τους ρωτάτε;»
Πως είναι δυνατόν να χαθεί ο λαός που κρύβει στην ψυχή του τέτοιο μεγαλείο!