Έρχεται κρύο πολύ. Τόσο πολύ κρύο που θα καίγονται οι ψυχές! Ανοίξανε οι πόρτες της κόλασης και οι φλόγες είναι έτοιμες να καταπιούν την ζωή και να «κεράσουν» με θάνατο εκείνους που με σκυμμένα τα κεφάλια θα διαβούν το κατώφλι του ζωντανού θανάτου.
Παγώνουν το βλέμμα οι ανθρώπινες σκιές και οι ψυχές που ρίχνονται στο αδηφάγο στόμα του θανάτου, για να χορτάσουν το θηρίο. Δαίμονες χορεύουν ολόγυρά μας, πανευτυχείς για το σχέδιο που πέτυχε, για τις ψυχές που ξεγέλασαν και που έσυραν στα καταχθόνια άδυτα της ζώσας κόλασης που χαμογελά βλέποντας την μεγάλη αυτή επιτυχία…
Πιάνω μια χούφτα γης και την ζυγίζω, προσπαθώντας με το νου μου να βρω την πραγματική της αξία. Βάζω από την άλλη όλα τα πλούτη του κόσμου, όλα τα χρυσάφια, όλα τα ρουμπίνια... και σκύβω το κεφάλι κατανοώντας το άδικο, νιώθοντας το λάθος να διαπερνά την ψυχή μου. Όλα ετούτα τα χρυσάφια, όλες ετούτες οι λάμψεις, δεν αξίζουν πιότερο από μια χούφτα γης της αιματοβαμμένης πατρίδας μου.
Μήτε έναν κόκκο άμμο της πατρίδας μου δεν μπορούνε να αγοράσουν οι πανίσχυροι αυτής της γης. Μήτε με έναν κόκκο άμμου δεν μπορούνε να γίνουνε ισάξιοι οι δαίμονες που χοροπηδούν και αφοδεύουν τώρα επάνω στα τιμημένα ετούτα χώματα…
Κι όμως, κάποιοι διαβουλεύθηκαν ετούτη τη γη και την βρήκανε λειψή σε αξία μπροστά στα πρόσκαιρα γυαλιστερά πλούτη...!!!
Πόσο μικροί βρεθήκαμε όλοι εμείς, πόσο τιποτένιοι σταθήκαμε στο κάλεσμα της ιστορίας, για να μοιάσουμε και να τιμήσουμε τη γη που μας γέννησε, τη γη που μας έθρεψε, τη γη που μας έκανε άνδρες και που μας επέτρεψε να περπατούμε περήφανοι πάνω στα χώματά της…!
Κι αφήσαμε άλλους να διαφεντέψουν την ζωή μας…
Κι επιτρέψαμε σε άλλους να μετρήσουν την αξία μας…
Και ξεχάσαμε το προγονικό μας χρέος, ξεχάσαμε πως ετούτη η γη ανήκει σε εκείνους που έφυγαν και μας την αφήσανε βαριά κληρονομιά, να την παραδώσουμε ολόκληρη κι απάτητη σε εκείνους που έρχονται…
Και βάλαμε στο καντάρι νεκρούς κι αποθαμένους και τους πετάξαμε στον βόθρο της λήθης, στις τρύπες των δαιμόνων που σηκώθηκαν βλέποντας την δειλία μας και γέμισαν τον ουρανό για να μας κρύψουν τα χρώματα, για να μας κρύψουν τον ορίζοντα, για να μην δούμε τον δρόμο του δικού μας χρέους…
Και γίναμε σκιές…
Και γίναμε χειρότεροι κι από τα ζώα…
Κι αφήσαμε να μετρήσουνε τις ζωές μας οι δήμιοι κι αφού τις βρήκανε αδειανές, τις πέταξαν για να γίνουνε τροφή των δαιμόνων, των παθών και της μαλθακότητάς μας.
Σιμώνει η μέρα που θα τρέξουμε να ζητήσουμε έλεος από την γη που προδώσαμε, από τους νεκρούς που επιτρέψαμε να βεβηλώσουν τα πεινασμένα όρνια που κατασπαράζουν τις σάρκες μας. Τροφή στα θηρία δώσανε οι μάνες τις κόρες κι οι πατεράδες τους γιούς…, ελπίζοντας πως η γεύση των αγέννητων θα κορέσει την πείνα του θηρίου και θα γλιτώσουν οι ίδιοι…
Βάλαμε το χρήμα πάνω απ’ όλα και στο τέλος χάσαμε τη λευτεριά μας, πουλώντας την στα σκλαβοπάζαρα των ισχυρών που νοιάστηκαν να μας «φροντίσουν».
Γεμίσαμε τα πορνεία των δαιμόνων με τις ψυχές αθώων παιδιών, ελπίζοντας πως αυτοί δεν θα ξεσπάσουν επάνω μας την βρωμιά της παραδομένης στους δαίμονες ψυχής τους…
Μετρήσαμε την πατρίδα με το χρήμα και μένουμε τώρα χωρίς να βρούμε γη να μας αναπαύσει…
Τ’ αλλοτινά θηρία, γενήκαμε κιοτήδες του κερατά που σέρνονται παρακαλώντας για ένα πιάτο φαγητό, για μια αχτίδα ζέστης… μέσα στην παγωμένη κόλαση που τόσο άσκεφτα μπήκαμε, τάχατες για να σωθούμε.
Και κλείνουν μια – μια οι πόρτες, πέφτουν τα μάνταλα κι είναι βαρύς ο ήχος της σκλαβιάς που φέρνουν.
Κι όμως, αν νωρίς πιάναμε μια χούφτα από ετούτη τη γη, μια χούφτα θάλασσας αν πιάναμε για να κοιταχτούμε, τι άραγε θα γινόταν; Κλαίει η ψυχή και τα δάκρυά της σταλάζουν στην καρδιά για να της δώσουνε το θάρρος που πρέπει, για να στηρίξουνε την μεγαλοσύνη και να διώξουνε τον φόβο μακριά…
Όποιος ακούσει αυτό το κλάμα, όποιος σκύψει να πιάσει ετούτη τη γη, όποιος στα χείλη του φέρει το νερό της θάλασσας και βρει τη δύναμη να κοιτάξει στον απέραντο ουρανό, εκείνος θα νιώσει και την αξία του πραγματικού του χρέους, εκείνους θα στέρξει η ζωή του να γίνει δαυλός μέσ’ το σκοτάδι που σήμερα βαδίζουμε, μέσα στην κόλαση που σήμερα δεχθήκαμε να γίνει σύντροφός μας, μέσα στο μαύρο που σκέπασε τον λογισμό μας.
Προσευχηθείτε αδέρφια. Το σκοτάδι έρχεται να γίνει σύντροφός μας και να μας ταλαιπωρήσει, επειδή δεν σταθήκαμε ικανοί να ευεργετήσουμε τον Θεό μας που απλόχερα έδωσε το σπίτι του για πατρίδα μας. Το σπίτι που εμείς βάλαμε υποθήκη όταν ανοίξαμε δουλειές με τους δαίμονές μας…
Δικό μας, όμως, είναι ετούτο το σπίτι, δικιά μας είναι ετούτη η πατρίδα. Γιατί ό,τι ο Θεός χαρίζει δεν το παίρνει πίσω. Ας στέρξουμε, λοιπόν, στα λάθη μας κι ας του ζητήσουμε να μας βοηθήσει να πάρουμε το χάρισμά του πίσω… Δικό μας θα ‘ναι αν είμαστε ειλικρινείς απέναντί του. Δικιά μας θα ξαναγίνει η ζωή μας αν την απαιτήσουμε αντρίκια και όχι σαν ζητιάνοι… Και να θυμάστε, την πίστη μας φοβούνται οι δαίμονες, την πίστη μας φοβούνται οι δήμιοί μας, την πίστη μας τρέμουν οι εκπορνευτές των ψυχών μας. Χαίρονται που γέμισαν με μαύρο την ζωή μας, που σκέπασαν με γκρίζο την πατρίδα μας, που κομμάτιασαν τη γη που δόξασε την ελευθερία και που πρώτη τίμησε την ανδρεία...
Σιμώνει, λοιπόν η ώρα εκείνη που θα μετρήσουμε την καρδιά μας, που θα λυγίσουμε κοιτώντας το μαύρο της ψυχής μας, που θα αποφασίσουμε να σηκωθούμε για να πάρουμε στα χέρια μας την ζωή μας και να ρίξουμε ολόγυρά μας το φως για να διώξουμε τους δαίμονες που τώρα κάνουν το δικό τους πανηγύρι.
Μέχρι όμως να έρθει εκείνη την ώρα –και θά 'ναι γρήγορα- εμείς πρέπει να μάθουμε σαν καλοί πολεμιστές τις αδυναμίες μας για να τις κρύψουμε καλά στην μεγάλη μάχη του ανθρώπου απέναντι στα κτήνη… Θα πρέπει να μάθουμε καλά τα βήματα της καρδιάς, που θα συνοδεύσουν τον χορευτή που ατρόμητος θα χορέψει στην απόκοσμη μουσική του καλέσματος των προγόνων...
Μέχρι όμως να έρθει εκείνη την ώρα –και θά 'ναι γρήγορα- εμείς πρέπει να μάθουμε σαν καλοί πολεμιστές τις αδυναμίες μας για να τις κρύψουμε καλά στην μεγάλη μάχη του ανθρώπου απέναντι στα κτήνη… Θα πρέπει να μάθουμε καλά τα βήματα της καρδιάς, που θα συνοδεύσουν τον χορευτή που ατρόμητος θα χορέψει στην απόκοσμη μουσική του καλέσματος των προγόνων...
Τώρα, πέφτει το μεγάλο σκοτάδι της νύχτας. Μα να θυμάστε όλοι, πως αυτό το σκοτάδι κρατάει λίγο και μετά έρχεται η αυγή...