Του Μητροπολίτη Πέργης ΕυαγγέλουΓειτονιά μου πιά η Χάλκη. Καλοκαιρινή συντρόφισσα, νησιώτικη. Μέ γνωριμία εξήντα καί πλέον χρόνων. Από τότε, πού μιά από τίς κορυφές της-τής ελπίδος- μάς μπόλιαζε τήν Ορθοδοξία. Τόν χριστιανισμό, γενικότερα. Υπό τήν Αγία Τριάδα. Κι᾿ εμείς τής ψάλλαμε τήν δόξα της, μέ τίς μελωδικές περιφορές μας γύρω της, γιά τή γιορτή πού μάς χάρισε:
«Τού πνεύματος επιδημία»
Τώρα τήν ατενίζω από τά κράσπεδα τού λόφου της, πιστώνοντας τή δωρεά μέ θεωρία. Μέ θαυμασμό κι᾿ ευγνωμοσύνη.Καί περιφέροντας τήν ευωδία τής ελπίδας της σ᾿ όλα τά πλάτη τού νησιού, καί στά ψηλώματα μέ τίς χαριτωμένες της πευκοφωλιές, καί στίς ακρογυαλιές.
Παντού λειτουργείται η αγιασμένη ιστορία μας.Κι᾿ η αλησμόνητη. Μ᾿ ορθάνοιχτα μέσα της τά μάτια τών αγίων μας καί τών αγγέλων μας καί τών απόντων.Καί ξεχυμένη μέχρι τά πέλαγα η μυρωδιά τού λιβανιού κι’ ο θόρυβος ο μυσταγωγικός απ᾿ τά περάσματα τά ιερά κι᾿ απ᾿ τίς εμφάνειες τής θείας παρουσίας. Όλες έτοιμες νά μάς ξυπνήσουν, νά μάς αγκαλιάσουν, νά μάς προστατέψουν, νά μάς σώσουν:
«Αντιλαβού, σώσον, ελέησον ...»
Λίγοι πιά οι φίλοι μέ τήν παλιά ρωμέϊκη φινέτσα. Μέ τό ηρωϊκό συναίσθημα τής νοσταλγίας. Νά βλέπουν μέσα από τά κλαδιά τό κύμα νά κουβεντιάζει μέ τίς ακτές τήν παραλία νά τήν τραγουδάει η Προποντίδα. Νά διακρίνουν στό βάθος, μέσα στό υγρό θόλωμα τήν Πόλη, μέ τήν Αγιασοφιά σάν αξημέρωτο όνειρο. Κι᾿ ακόμα νά μνημονεύουν τήν Καμαριώτισσα καί τόν Αη-Γιάννη τόν Πρόδρομο, τόν Αη-Γιώργη τού Κρημνού, τόν Αη-Σπυρίδωνα καί κάτι εκκλησάκια, περεχυμένα μέ τ’ αγιάσματα, Παρασκευής τής Παρθενομάρτυρος, Ευφημίας τής θαυματουργής, Νικήτα τού αθλοφόρου κ. ά.
Φίλα όλ᾿ αυτά, μάς κρατούν τό ρυθμό συχνά μέ τόν πρόμαχο τής αγιάτρεφτης μνήμης φίλο μου Πρωτοψάλτη, μελοποιώντας στροφές καινές μέσα σ᾿ ένα σύγχρονο Συναξάρι καί «Μηναίο» τής Πόλης. Καί φυσικά καί τής Χάλκης.
Κι᾿ είναι τόσα πολλά τά ρήματα πού αξίζουν ψάλματα!
Πήραμε τό δρόμο στό δειλινό νά χαρούμε τή δύση. Κι᾿ όχι μόνο. Νά φέξουμε μ᾿ ένα κερί τό πρόσωπο τού Αη-Σπυρίδωνα, γιά τ᾿ ολοζώντατο καί πάλι θαύμα του. Νά κρατήσει τό μοναστηράκι άκαυτο. Σταματώντας απ’ έξω, τόν μανιασμένο αέρα καί τίς φλόγες.
Καί η Σκητούλα σώθηκε. Μά όχι καί τό «δασωμένο Ακρωτήρι», πάνω από τής «Παναγιάς τό λιμανάκι».Έβαλε «Ευλογητός» ο μακαριστός Αρσένιος κι ο Πρωτοψάλτης συνέχισε:
«Τήν δέησιν εκχεώ πρός Κύριον»
Όπως καί πρό ετών γιά τόν Αη-Γιώργη τής Πριγκήπου τόν Κουδουνά. Όπως τήν ψάλλει τή δέηση συνεχώς κι᾿ η ρωμησούνη. Μέ τόν Καβαλλάρη κοντά της. Νά σπρώχνει πίσω τίς αδηφάγες φλόγες. Μέχρι νά πνιγούν κάτω στή θάλασσα. Στά νερά τού πορθμείου τών «Αη-Γιώργηδων». Μέ τόν ίδιο Καβαλλάρη νά μεθίπταται στ᾿ αντικρυνά. Στόν «Κρημνό» τής Χάλκης. Ζωγραφίζοντας τό θαύμα τής ευλογημένης ράτσας.
Τόν είδατε τόν Αη-Γιώργη τού Κρημνού από τή θάλασσα; Μιά περίκομψη αετοφωληά μέ μέσα της ένα Άγιο. Τόν Άγιο Γεώργιο. Κι᾿ έναν Ηγούμενο, πού ιδρωμένος καμαρώνει τόν κόπο του. Τό έργο τής «περιποίησης» τής Αγιοταφείτικης Εξέδρας. Μέ τό Ναό, μέ τά Κελλιά, μέ τό Αρχονταρίκι, μέ τούς περιβόλους, μέ τά Κάστρα της. Αγιορείτικα σαχνισιά, πού προβάλλουν τόν Θεό στά σύμπαντα. Καί τήν Ορθοδοξία. Καί τήν Πόλη καί τήν Χάλκη.
Όλα βγαλμένα μέσα από τήν ποιητική πνοή.
«Τού πνεύματος επιδημία»
Τώρα τήν ατενίζω από τά κράσπεδα τού λόφου της, πιστώνοντας τή δωρεά μέ θεωρία. Μέ θαυμασμό κι᾿ ευγνωμοσύνη.Καί περιφέροντας τήν ευωδία τής ελπίδας της σ᾿ όλα τά πλάτη τού νησιού, καί στά ψηλώματα μέ τίς χαριτωμένες της πευκοφωλιές, καί στίς ακρογυαλιές.
Παντού λειτουργείται η αγιασμένη ιστορία μας.Κι᾿ η αλησμόνητη. Μ᾿ ορθάνοιχτα μέσα της τά μάτια τών αγίων μας καί τών αγγέλων μας καί τών απόντων.Καί ξεχυμένη μέχρι τά πέλαγα η μυρωδιά τού λιβανιού κι’ ο θόρυβος ο μυσταγωγικός απ᾿ τά περάσματα τά ιερά κι᾿ απ᾿ τίς εμφάνειες τής θείας παρουσίας. Όλες έτοιμες νά μάς ξυπνήσουν, νά μάς αγκαλιάσουν, νά μάς προστατέψουν, νά μάς σώσουν:
«Αντιλαβού, σώσον, ελέησον ...»
Λίγοι πιά οι φίλοι μέ τήν παλιά ρωμέϊκη φινέτσα. Μέ τό ηρωϊκό συναίσθημα τής νοσταλγίας. Νά βλέπουν μέσα από τά κλαδιά τό κύμα νά κουβεντιάζει μέ τίς ακτές τήν παραλία νά τήν τραγουδάει η Προποντίδα. Νά διακρίνουν στό βάθος, μέσα στό υγρό θόλωμα τήν Πόλη, μέ τήν Αγιασοφιά σάν αξημέρωτο όνειρο. Κι᾿ ακόμα νά μνημονεύουν τήν Καμαριώτισσα καί τόν Αη-Γιάννη τόν Πρόδρομο, τόν Αη-Γιώργη τού Κρημνού, τόν Αη-Σπυρίδωνα καί κάτι εκκλησάκια, περεχυμένα μέ τ’ αγιάσματα, Παρασκευής τής Παρθενομάρτυρος, Ευφημίας τής θαυματουργής, Νικήτα τού αθλοφόρου κ. ά.
Φίλα όλ᾿ αυτά, μάς κρατούν τό ρυθμό συχνά μέ τόν πρόμαχο τής αγιάτρεφτης μνήμης φίλο μου Πρωτοψάλτη, μελοποιώντας στροφές καινές μέσα σ᾿ ένα σύγχρονο Συναξάρι καί «Μηναίο» τής Πόλης. Καί φυσικά καί τής Χάλκης.
Κι᾿ είναι τόσα πολλά τά ρήματα πού αξίζουν ψάλματα!
Πήραμε τό δρόμο στό δειλινό νά χαρούμε τή δύση. Κι᾿ όχι μόνο. Νά φέξουμε μ᾿ ένα κερί τό πρόσωπο τού Αη-Σπυρίδωνα, γιά τ᾿ ολοζώντατο καί πάλι θαύμα του. Νά κρατήσει τό μοναστηράκι άκαυτο. Σταματώντας απ’ έξω, τόν μανιασμένο αέρα καί τίς φλόγες.
Καί η Σκητούλα σώθηκε. Μά όχι καί τό «δασωμένο Ακρωτήρι», πάνω από τής «Παναγιάς τό λιμανάκι».Έβαλε «Ευλογητός» ο μακαριστός Αρσένιος κι ο Πρωτοψάλτης συνέχισε:
«Τήν δέησιν εκχεώ πρός Κύριον»
Όπως καί πρό ετών γιά τόν Αη-Γιώργη τής Πριγκήπου τόν Κουδουνά. Όπως τήν ψάλλει τή δέηση συνεχώς κι᾿ η ρωμησούνη. Μέ τόν Καβαλλάρη κοντά της. Νά σπρώχνει πίσω τίς αδηφάγες φλόγες. Μέχρι νά πνιγούν κάτω στή θάλασσα. Στά νερά τού πορθμείου τών «Αη-Γιώργηδων». Μέ τόν ίδιο Καβαλλάρη νά μεθίπταται στ᾿ αντικρυνά. Στόν «Κρημνό» τής Χάλκης. Ζωγραφίζοντας τό θαύμα τής ευλογημένης ράτσας.
Τόν είδατε τόν Αη-Γιώργη τού Κρημνού από τή θάλασσα; Μιά περίκομψη αετοφωληά μέ μέσα της ένα Άγιο. Τόν Άγιο Γεώργιο. Κι᾿ έναν Ηγούμενο, πού ιδρωμένος καμαρώνει τόν κόπο του. Τό έργο τής «περιποίησης» τής Αγιοταφείτικης Εξέδρας. Μέ τό Ναό, μέ τά Κελλιά, μέ τό Αρχονταρίκι, μέ τούς περιβόλους, μέ τά Κάστρα της. Αγιορείτικα σαχνισιά, πού προβάλλουν τόν Θεό στά σύμπαντα. Καί τήν Ορθοδοξία. Καί τήν Πόλη καί τήν Χάλκη.
Όλα βγαλμένα μέσα από τήν ποιητική πνοή.