Παναγιώτης Σωτήρης
Υπάρχουν κάποιες στιγμές που τα δημόσια πολιτικά πρόσωπα, έστω και άθελά τους, ομολογούν περισσότερα από όσα θα ήθελαν. Αφορμή για αυτή την παρατήρηση η δήλωση της Υπουργού Παιδείας κ. Άννας Διαμαντοπούλου ότι «δεν υπάρχει καμία αναφορά στο μνημόνιο σε οτιδήποτε που να αφορά συνενώσεις ή επιλογές για θέματα σχολείων ή Πανεπιστημίων».
Προφανώς η κ. Υπουργός ήθελε με αυτή τη δήλωση να αποσυνδέσει τους σχεδιασμούς στην εκπαίδευση από το ζήτημα του Μνημονίου και όλους τους σχετικούς αρνητικούς συνειρμούς, στο πλαίσιο και του άγχους για την επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα. Για τους επαγγελματίες της πολιτικής και της κυβερνητικής εξουσίας είναι, ακόμη, «κακή δημοσιότητα» να συνδέσουν το όνομά τους με περικοπές δαπανών στην Παιδεία.
Βέβαια, το πρόβλημα είναι ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην εκπαίδευση είναι ακριβώς εκτεταμένες περικοπές δαπανών, προσωπικού και εκπαιδευτικού έργου: περιορισμός των διορισμών εκπαιδευτικών, εκτεταμένες συγχωνεύσεις σχολείων με βασική επιδίωξη να περιοριστούν οι οργανικές θέσεις, περικοπές πιστώσεων, πάγωμα διορισμών και προκηρύξεων στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Κυριαρχεί η λογική της εξοικονόμησης πόρων, ενώ το Υπουργείο συχνά παρουσιάζει το εκπαιδευτικό σύστημα ως σπάταλο, φτάνοντας μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι π.χ. τα «πανεπιστήμια έχουν πολύ λίπος για να κάψουν». Οι συνέπειες αυτών των περικοπών γρήγορα θα φανούν: σχολικές μονάδες με υπερβολικά αυξημένο αριθμό μαθητών σε ανεπαρκή κτίρια, υπερσυγκέντρωση μαθητών ανά τάξη, αύξηση των μετακινήσεων μαθητών, υποβάθμιση του διδακτικού έργου, επιδείνωση του σχολικού κλίματος, συρρίκνωση των μαθημάτων και των εργαστηρίων που θα προσφέρονται στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Προφανώς, όλα αυτά σχετίζονται και με το Μνημόνιο και τα αλλεπάλληλα κύματα περικοπών δημοσίων δαπανών που αυτό περιλαμβάνει, διαμορφώνοντας συνθήκη πραγματικής κοινωνικής ερήμωσης.
Γιατί, όμως, σπεύδει η Υπουργός να δηλώσει ότι αυτά τα μέτρα αποτελούν ούτως ή άλλως επιλογή της κυβέρνησης; Νομίζω ότι η απάντηση βρίσκεται στο ότι σήμερα ξεδιπλώνεται μια συνολική αλλαγή υποδείγματος για το χώρο της εκπαίδευσης, που υπερβαίνει τις απαιτήσεις περικοπών του Μνημονίου. Στο νέο αγοραίο υπόδειγμα πρέπει να έχουμε με κάθε τρόπο εξοικονόμηση κόστους, οικονομίες κλίμακας και αναζήτησης των φθηνότερων λύσεων, όπως στην παραγωγή οποιουδήποτε αγαθού, αδιαφορώντας την ιδιαιτερότητα και τις απαιτήσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στο νέο σχολείο και το νέο πανεπιστήμιο θα πρέπει να κυριαρχήσει μια αμιγώς εργαλειακή αντιμετώπιση της μάθησης, με έμφαση στην πληροφορία και όχι τη γνώση και υποτίμηση πλευρών όπως η ολόπλευρη μόρφωση, η ιστορική ή κοινωνική συνείδηση, η κριτική εμβάθυνση. Επιπλέον, η ανταποδοτικότητα και η άμεση ή έμμεση καταβολής διδάκτρων αντιμετωπίζεται όχι ως λύση ανάγκης, αλλά ως πλευρά μιας αναγκαίας σχέσης πελάτη – παρόχου, καθώς θεωρείται ότι μόνο αυτή που μπορεί να εξασφαλίσει την αμοιβαία υπευθυνότητα αλλά και την πολυθρύλητη «διασφάλιση ποιότητας».
Αυτό, όμως, που αποσιωπάται είναι ότι σε αυτό το νέο υπόδειγμα η έννοια της παιδείας ως κοινωνικού αγαθού και ως συλλογικού αιτήματος διακυβεύεται. Θα οδηγηθούμε σε πραγματικά ελλείμματα δεξιοτήτων, σε ένταση της ταξικότητας της εκπαίδευσης και σε πόλωση ανάμεσα στον κύριο όγκο του εκπαιδευτικού συστήματος και τους όποιους δημόσιους ή ιδιωτικούς «πόλους αριστείας», σε υποχώρηση της κριτικής σκέψης.
Η αντίσταση στις συγχωνεύσεις και τις περικοπές στην παιδεία, δεν είναι μάχη οπισθοφυλακής, ούτε «υπεράσπιση κεκτημένων», αλλά αναγκαία πάλη για να μην αλώσει η λογική της αγοράς ένα χώρο που πρέπει να παραμείνει προσανατολισμένος στην ικανοποίηση πραγματικών κοινωνικών αναγκών.