«Κύριε, ποίησόν με οίον θέλεις και ως θέλεις καν θέλω καν μη θέλω».
«Μένω και ας καώ, Φως μου, στην αγκαλιά της πατρικής σου Αγάπης».
Είδε τον θάνατο κατάματα. Ενιωσε να τον πλησιάζει, να προσπαθεί να τον αγγίξει, για να του πάρει τη ζωή. Ωσπου ένα «χέρι» ανέκοψε ξαφνικά την πορεία του Χάρου. Ο νεαρός μαθητής Δημήτρης Λιακόπουλος στις 13 Απριλίου του 2003 σώθηκε από το φοβερό τροχαίο δυστύχημα που σημειώθηκε στα Τέμπη και κόστισε τη ζωή σε 21 συμμαθητές και συμμαθήτριές του. Αποφάσισε τότε να παραδοθεί στον Θεό, να υπηρετήσει το «χέρι» που τον έσωσε. Εγινε ιερομόναχος, έλαβε το όνομα Μακάριος και, δέκα χρόνια μετά το δυστύχημα, ανήμερα της γιορτής του αγίου Παντελεήμονος, χειροτονήθηκε διάκονος.
Στέκεται απέναντι από την Ωραία Πύλη του Ιερού Ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη Βέροια. Κρατά χαμηλά το βλέμμα. Τον υποβαστάζουν δύο ιερείς, ετοιμάζονται να τον παραδώσουν ως «αμνό» στον Θεό. Το πρόσωπό του εκπέμπει ένα περίεργο φως, αναβλύζει ηρεμία και αγαλλίαση. Η αγάπη προς τον Κύριο απαλύνει τον πόνο της ψυχής του, που φύτρωσε όταν έχασε τους φίλους του εκείνη τη μοιραία Κυριακή του Απρίλη, που με θλίψη θυμούνται όλοι οι Ελληνες.
«Τώρα παραδίνομαι στα χέρια Σου»
«Ακολουθώντας, λοιπόν, τα μύχια ορμήματα της καρδιάς μου και ζώντας το δράμα της προσωπικής μου θέλησης και κλήσεως, που με μεταμόρφωσαν από έναν υπηρέτη της τέχνης του μελοδράματος σε μοναχό, αποφάσισα να παραδοθώ στα άγιο Θέλημά Του και να εισέλθω στον μονότροπο βίο των μοναζόντων, ψελλίζοντας μια φράση: ''Τώρα, παραδίνομαι στα χέρια Σου κι ας γίνει ό,τι θέλεις''. Κι αν η καρδιά σου ψιθυρίσει, δεν μπορείς να αντισταθείς στην έλξη των τρυφερών της λόγων. Ετσι, μπήκα κάτω από τις μεγάλες φτερούγες του Πρίγκιπα των αναχωρητών, του Τιμίου Προδρόμου, και έγινα μοναχός. Ανέβηκα σε μια βάρκα και ξεκίνησα το ταξίδι, έχοντας μοναδική επιθυμία η μοναχική βιοτή μου να είναι μια αδιάλειπτη συμμετοχή στον θάνατο του Χριστού και στο μαρτύριό Του, ώστε τα όργανα του μαρτυρίου αυτού, που είναι η άσκηση, η υπακοή και η προσωπική κένωση για την πνευματική ανακαίνιση, να με οδηγήσουν στον ολόφωτο Νυμφώνα της αιωνίου Βασιλείας Του» λέει ο Μακάριος, εκφράζοντας με αγνό και ειλικρινή τρόπο την αγάπη του για τον Θεό.
Μια αγάπη που προϋπήρχε και δυνάμωσε με τον πόνο, που έγινε ζωντανή όταν ο δρόμος τον οδηγούσε στον θάνατο, αλλά ξαφνικά άλλαξε πορεία, για να καταλήξει στο φως.
Ο Μακάριος στρέφει το βλέμμα του στην εικόνα του Χριστού, δεξιά της Ωραίας Πύλης. Ανοίγει τα χέρια του, υψώνει το κεφάλι προς τον ουρανό και ευγνωμονεί τον Κύριο. «Ευχαριστώ τον Πανάγαθο Θεό για πολλά πράγματα. Τον ευχαριστώ που έσπειρε στην παιδική καρδιά μου τον πόθο για την παρθενία και την αγάπη, τον πόθο για τον Ιδιο. Που μου έδωσε καιρό μετανοίας και αναζήτησης, όταν αποφάσισε να με σώσει, εκείνη την αποφράδα ημέρα της 13ης Απριλίου του 2003, από τις ''Ηρωδιάδες'' του σύγχρονου κόσμου, που απαίτησαν στον βωμό του χρήματος κεφάλια στη μέση της ασφάλτου, ματώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον Ηλιο της Δικαιοσύνης και κάνοντας την καρδιά του ομιλούντα να μοιάζει με ανεπούλωτη πληγή που στάζει αίμα και να βλέπει τον κόσμο μέσα από ένα παράθυρο. Αυτό το παιδί όμως συγχώρεσε τους φονιάδες των φίλων του και, έτσι, βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει και, ως αντίδωρο της μεγάλης αγάπης του Πατρός Του, παραδόθηκε σε Αυτόν ως προσφερόμενος αμνός στο μαρτύριο της μοναχικής παλαίστρας. Δόξα σοι ο Θεός!» αναφωνεί ο Μακάριος, που με δυσκολία κρατά τα δάκρυα για να μην κυλήσουν από τα μάτια του.
Μπροστά του βλέπει πια να ανοίγεται μια νέα ζωή, που γι' αυτόν ξεκίνησε όταν σώθηκε στα Τέμπη. «Ενώπιον του κατακλυσμού της θείας αγάπης ευρισκόμενος, ανυπομονώ να διαβώ ένδον του καταπετάσματος και να εισέλθω στο Αγιο Θυσιαστήριο, για να εκπληρώσω τον πόθο που ο δωροδότης και παντελεήμων Θεός φύτεψε στην καρδιά μου από μικρό παιδί» αναφέρει ο νεαρός ιερομόναχος.
Σκύβει μπροστά από την Αγία Τράπεζα και ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Βέροιας Παντελεήμων τον χειροτονεί διάκονο. «Θα ανέβω, με τη Χάρη του Θεού, στο πρώτο σκαλοπάτι της ιεροσύνης και θα γίνω διάκονος, που σημαίνει άριστος μιμητής του Κυρίου, καθώς ο ενσαρκωμένος Λόγος του Πατρός ήλθε στον κόσμο όχι διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι. Σαν ξένος έζησε στη γη ο Κύριος· ξένος μοιάζω κι εγώ μέσα σε αυτήν την επιφανειακή λαμπρότητα που με περιβάλλει. Χαίρομαι και παράλληλα τρέμω καθώς αντικρίζω το μέγεθος των προσδοκιών της Εκκλησίας και την αδυναμία μου να αντεπεξέλθω στο μέγα υπούργημα που μου αναθέτει. Σε τέτοιες στιγμές, φοβάσαι και σκέφτεσαι αν είσαι άξιος μιας τέτοιας δωρεάς, αλλά οι στιγμές που μπορούσα να κάνω πίσω πέρασαν και κάθε αίσθημα δειλίας η Κυρία Θεοτόκος το μεταμορφώνει σε θάρρος και ελπίδα» λέει ο Μακάριος και αφιερώνει τη ζωή του σε Αυτόν που του τη χάρισε...
Η «μαύρη» Κυριακή που μια σχολική εκδρομή εξελίχτηκε σε τραγωδία
Το ραδιόφωνο στο τουριστικό λεωφορείο παίζει χαρούμενα τραγούδια. Οι 49 μαθητές της πρώτης τάξης του Λυκείου Μακροχωρίου Ημαθίας και οι τρεις συνοδοί καθηγητές τους είναι χαρούμενοι και χαμογελαστοί. Επιστρέφουν στα σπίτια τους ύστερα από εκδρομή που έκαναν στην Αθήνα. Τίποτα δεν προμηνύει το κακό που έρχεται.
Το λεωφορείο κινείται στα Τέμπη, στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Θεσσαλονίκη.
Ξαφνικά, ο χρόνος «παγώνει». Κυριακή 13 Απριλίου 2003, 19.20. Ενας εκκωφαντικός θόρυβος σταματά τις χαρούμενες φωνές και τα χαμόγελα. Μια νταλίκα φορτωμένη με πλάκες μελαμίνης πέφτει επάνω στο τουριστικό λεωφορείο. Οι στιγμές πλέον δεν υπάρχουν, το ρολόι δεν μετρά πια τον χρόνο.
Σαν λαιμητόμοι, οι πλάκες μελαμίνης κόβουν τις λαμαρίνες του λεωφορείου. Είκοσι ένα παιδιά θυσιάζονται στην άσφαλτο με τον πιο τραγικό τρόπο. Μέσα στο λεωφορείο, έξω στο οδόστρωμα κείτονται πτώματα παιδιών. Οι φωνές των τραυματιών αντηχούν σπαρακτικά στο σκοτάδι που έφερε ο θάνατος στην κοιλάδα.
Στο φοβερό τροχαίο δυστύχημα εμπλέκονται ακόμη τρία Ι.Χ. αυτοκίνητα. Μετά τη σύγκρουση, τα δύο από αυτά παραδίδονται στις φλόγες λίγα λεπτά αφού κατάφεραν να βγουν οι επιβαίνοντες.
Θάνατος, πανικός, κλάματα, φωνές, πόνος, σπαραγμός.
Στο σημείο σπεύδουν ασθενοφόρα, άνδρες της Τροχαίας, οδηγοί που έτυχε να βρίσκονται στον τόπο του τραγικού δυστυχήματος. Προσπαθούν όλοι μαζί να βοηθήσουν τους μαθητές που επέζησαν, να σώσουν όσα παιδιά δεν σφαγιάστηκαν.
Στο νοσοκομείο μεταφέρονται σοβαρά τραυματισμένα εννιά άτομα και πιο ελαφρά 26. Η Ελλάδα στις 13 Απριλίου 2003 βυθίζεται στο πένθος, ακριβώς 14 ημέρες πριν από την Ανάσταση του Κυρίου.
Θάνος Χερχελετζής
«Μένω και ας καώ, Φως μου, στην αγκαλιά της πατρικής σου Αγάπης».
Είδε τον θάνατο κατάματα. Ενιωσε να τον πλησιάζει, να προσπαθεί να τον αγγίξει, για να του πάρει τη ζωή. Ωσπου ένα «χέρι» ανέκοψε ξαφνικά την πορεία του Χάρου. Ο νεαρός μαθητής Δημήτρης Λιακόπουλος στις 13 Απριλίου του 2003 σώθηκε από το φοβερό τροχαίο δυστύχημα που σημειώθηκε στα Τέμπη και κόστισε τη ζωή σε 21 συμμαθητές και συμμαθήτριές του. Αποφάσισε τότε να παραδοθεί στον Θεό, να υπηρετήσει το «χέρι» που τον έσωσε. Εγινε ιερομόναχος, έλαβε το όνομα Μακάριος και, δέκα χρόνια μετά το δυστύχημα, ανήμερα της γιορτής του αγίου Παντελεήμονος, χειροτονήθηκε διάκονος.
Στέκεται απέναντι από την Ωραία Πύλη του Ιερού Ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη Βέροια. Κρατά χαμηλά το βλέμμα. Τον υποβαστάζουν δύο ιερείς, ετοιμάζονται να τον παραδώσουν ως «αμνό» στον Θεό. Το πρόσωπό του εκπέμπει ένα περίεργο φως, αναβλύζει ηρεμία και αγαλλίαση. Η αγάπη προς τον Κύριο απαλύνει τον πόνο της ψυχής του, που φύτρωσε όταν έχασε τους φίλους του εκείνη τη μοιραία Κυριακή του Απρίλη, που με θλίψη θυμούνται όλοι οι Ελληνες.
«Τώρα παραδίνομαι στα χέρια Σου»
«Ακολουθώντας, λοιπόν, τα μύχια ορμήματα της καρδιάς μου και ζώντας το δράμα της προσωπικής μου θέλησης και κλήσεως, που με μεταμόρφωσαν από έναν υπηρέτη της τέχνης του μελοδράματος σε μοναχό, αποφάσισα να παραδοθώ στα άγιο Θέλημά Του και να εισέλθω στον μονότροπο βίο των μοναζόντων, ψελλίζοντας μια φράση: ''Τώρα, παραδίνομαι στα χέρια Σου κι ας γίνει ό,τι θέλεις''. Κι αν η καρδιά σου ψιθυρίσει, δεν μπορείς να αντισταθείς στην έλξη των τρυφερών της λόγων. Ετσι, μπήκα κάτω από τις μεγάλες φτερούγες του Πρίγκιπα των αναχωρητών, του Τιμίου Προδρόμου, και έγινα μοναχός. Ανέβηκα σε μια βάρκα και ξεκίνησα το ταξίδι, έχοντας μοναδική επιθυμία η μοναχική βιοτή μου να είναι μια αδιάλειπτη συμμετοχή στον θάνατο του Χριστού και στο μαρτύριό Του, ώστε τα όργανα του μαρτυρίου αυτού, που είναι η άσκηση, η υπακοή και η προσωπική κένωση για την πνευματική ανακαίνιση, να με οδηγήσουν στον ολόφωτο Νυμφώνα της αιωνίου Βασιλείας Του» λέει ο Μακάριος, εκφράζοντας με αγνό και ειλικρινή τρόπο την αγάπη του για τον Θεό.
Μια αγάπη που προϋπήρχε και δυνάμωσε με τον πόνο, που έγινε ζωντανή όταν ο δρόμος τον οδηγούσε στον θάνατο, αλλά ξαφνικά άλλαξε πορεία, για να καταλήξει στο φως.
Ο Μακάριος στρέφει το βλέμμα του στην εικόνα του Χριστού, δεξιά της Ωραίας Πύλης. Ανοίγει τα χέρια του, υψώνει το κεφάλι προς τον ουρανό και ευγνωμονεί τον Κύριο. «Ευχαριστώ τον Πανάγαθο Θεό για πολλά πράγματα. Τον ευχαριστώ που έσπειρε στην παιδική καρδιά μου τον πόθο για την παρθενία και την αγάπη, τον πόθο για τον Ιδιο. Που μου έδωσε καιρό μετανοίας και αναζήτησης, όταν αποφάσισε να με σώσει, εκείνη την αποφράδα ημέρα της 13ης Απριλίου του 2003, από τις ''Ηρωδιάδες'' του σύγχρονου κόσμου, που απαίτησαν στον βωμό του χρήματος κεφάλια στη μέση της ασφάλτου, ματώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον Ηλιο της Δικαιοσύνης και κάνοντας την καρδιά του ομιλούντα να μοιάζει με ανεπούλωτη πληγή που στάζει αίμα και να βλέπει τον κόσμο μέσα από ένα παράθυρο. Αυτό το παιδί όμως συγχώρεσε τους φονιάδες των φίλων του και, έτσι, βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει και, ως αντίδωρο της μεγάλης αγάπης του Πατρός Του, παραδόθηκε σε Αυτόν ως προσφερόμενος αμνός στο μαρτύριο της μοναχικής παλαίστρας. Δόξα σοι ο Θεός!» αναφωνεί ο Μακάριος, που με δυσκολία κρατά τα δάκρυα για να μην κυλήσουν από τα μάτια του.
Μπροστά του βλέπει πια να ανοίγεται μια νέα ζωή, που γι' αυτόν ξεκίνησε όταν σώθηκε στα Τέμπη. «Ενώπιον του κατακλυσμού της θείας αγάπης ευρισκόμενος, ανυπομονώ να διαβώ ένδον του καταπετάσματος και να εισέλθω στο Αγιο Θυσιαστήριο, για να εκπληρώσω τον πόθο που ο δωροδότης και παντελεήμων Θεός φύτεψε στην καρδιά μου από μικρό παιδί» αναφέρει ο νεαρός ιερομόναχος.
Σκύβει μπροστά από την Αγία Τράπεζα και ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Βέροιας Παντελεήμων τον χειροτονεί διάκονο. «Θα ανέβω, με τη Χάρη του Θεού, στο πρώτο σκαλοπάτι της ιεροσύνης και θα γίνω διάκονος, που σημαίνει άριστος μιμητής του Κυρίου, καθώς ο ενσαρκωμένος Λόγος του Πατρός ήλθε στον κόσμο όχι διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι. Σαν ξένος έζησε στη γη ο Κύριος· ξένος μοιάζω κι εγώ μέσα σε αυτήν την επιφανειακή λαμπρότητα που με περιβάλλει. Χαίρομαι και παράλληλα τρέμω καθώς αντικρίζω το μέγεθος των προσδοκιών της Εκκλησίας και την αδυναμία μου να αντεπεξέλθω στο μέγα υπούργημα που μου αναθέτει. Σε τέτοιες στιγμές, φοβάσαι και σκέφτεσαι αν είσαι άξιος μιας τέτοιας δωρεάς, αλλά οι στιγμές που μπορούσα να κάνω πίσω πέρασαν και κάθε αίσθημα δειλίας η Κυρία Θεοτόκος το μεταμορφώνει σε θάρρος και ελπίδα» λέει ο Μακάριος και αφιερώνει τη ζωή του σε Αυτόν που του τη χάρισε...
Η «μαύρη» Κυριακή που μια σχολική εκδρομή εξελίχτηκε σε τραγωδία
Το ραδιόφωνο στο τουριστικό λεωφορείο παίζει χαρούμενα τραγούδια. Οι 49 μαθητές της πρώτης τάξης του Λυκείου Μακροχωρίου Ημαθίας και οι τρεις συνοδοί καθηγητές τους είναι χαρούμενοι και χαμογελαστοί. Επιστρέφουν στα σπίτια τους ύστερα από εκδρομή που έκαναν στην Αθήνα. Τίποτα δεν προμηνύει το κακό που έρχεται.
Το λεωφορείο κινείται στα Τέμπη, στο ρεύμα κυκλοφορίας προς Θεσσαλονίκη.
Ξαφνικά, ο χρόνος «παγώνει». Κυριακή 13 Απριλίου 2003, 19.20. Ενας εκκωφαντικός θόρυβος σταματά τις χαρούμενες φωνές και τα χαμόγελα. Μια νταλίκα φορτωμένη με πλάκες μελαμίνης πέφτει επάνω στο τουριστικό λεωφορείο. Οι στιγμές πλέον δεν υπάρχουν, το ρολόι δεν μετρά πια τον χρόνο.
Σαν λαιμητόμοι, οι πλάκες μελαμίνης κόβουν τις λαμαρίνες του λεωφορείου. Είκοσι ένα παιδιά θυσιάζονται στην άσφαλτο με τον πιο τραγικό τρόπο. Μέσα στο λεωφορείο, έξω στο οδόστρωμα κείτονται πτώματα παιδιών. Οι φωνές των τραυματιών αντηχούν σπαρακτικά στο σκοτάδι που έφερε ο θάνατος στην κοιλάδα.
Στο φοβερό τροχαίο δυστύχημα εμπλέκονται ακόμη τρία Ι.Χ. αυτοκίνητα. Μετά τη σύγκρουση, τα δύο από αυτά παραδίδονται στις φλόγες λίγα λεπτά αφού κατάφεραν να βγουν οι επιβαίνοντες.
Θάνατος, πανικός, κλάματα, φωνές, πόνος, σπαραγμός.
Στο σημείο σπεύδουν ασθενοφόρα, άνδρες της Τροχαίας, οδηγοί που έτυχε να βρίσκονται στον τόπο του τραγικού δυστυχήματος. Προσπαθούν όλοι μαζί να βοηθήσουν τους μαθητές που επέζησαν, να σώσουν όσα παιδιά δεν σφαγιάστηκαν.
Στο νοσοκομείο μεταφέρονται σοβαρά τραυματισμένα εννιά άτομα και πιο ελαφρά 26. Η Ελλάδα στις 13 Απριλίου 2003 βυθίζεται στο πένθος, ακριβώς 14 ημέρες πριν από την Ανάσταση του Κυρίου.
Θάνος Χερχελετζής