Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Είλωτες... για να σωθεί το ευρώ του Βερολίνου


(της Ζέζας Ζήκου)
Ο στόχος είναι ξεκάθαρος...Και είναι ο μόνος. Για να τον πετύχει άμεσα, χωρίς καθυστερήσεις, η Γερμανία αλλάζει δραστικά, βίαια την Ευρώπη. Και η Ελλάδα είναι το «χρήσιμο θύμα» αυτής της ριζικής μεταβολής κατεύθυνσης των Συνθηκών, που θα υπηρετούν το «δόγμα του ευρώ» που επιβάλλει ο ηγεμονισμός του Βερολίνου. Σαν να αρνούνται όλοι πεισματικά να αντικρίσουν την αλήθεια: Πως το πραγματικό πρόβλημα είναι το ίδιο το ευρώ. Όμως θα ακολουθήσουν κι άλλα θύματα...
Την ίδια ώρα που το Βερολίνο άφηνε στην τύχη της την Ελλάδα, προωθούσε τον επανασχεδιασμό της Ευρωζώνης. Η ιδέα μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, που θα μπορούσε να διασφαλίσει την αποφυγή της επανάληψης μιας παρόμοιας κρίσης, συμφωνήθηκε στις Βρυξέλλες. Ο ρόλος της Ελλάδας, όμως, ως «χρήσιμου θύματος» θα αποβεί ολέθριος για τη χώρα μας και είναι εξαιρετικά επικίνδυνο το γεγονός ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου φέρεται να συμμετέχει σε αυτό. 
Πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η Μέρκελ, συνομολόγησε το «plan C», με βάση...
το πανθομολογούμενο συμπέρασμα ότι το ευρώ δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν χωρίς η ΕΚΤ να εγκαταλείψει την –επιβεβλημένη από τη Γερμανία!– αντιπληθωριστική πολιτική, χωρίς να παρακάμψει το αυστηρό καταστατικό της και χωρίς να λειτουργήσει ως πραγματική κεντρική τράπεζα, ικανή να σταθεροποιήσει τις αγορές αγοράζοντας κρατικά και τραπεζικά οµόλογα με νέο χρήμα που η ίδια τυπώνει. Για να παρακαμφθούν οι μεγάλες αντιστάσεις των Γερμανών «δημοσιονομικών ιεράκων» σε μια τέτοια «απαγορευμένη επιλογή», η Ζώνη του Ευρώ, όπως λένε οι «καχύποπτοι», χρειαζόταν ένα «υπαρξιακό σοκ». Όπως ακριβώς το σοκ από την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 επέτρεψε στο Κογκρέσο να εγκρίνει τη διάσωση της Wall Street από το κράτος, έτσι ακριβώς μια ελληνική χρεοκοπία και μια «γενναία» αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να «αξιοποιηθεί» για να διασωθεί η Ευρωζώνη.
Ένας νοσηρός άνεμος συντηρητισμού σαρώνει στην Ευρώπη. Ήλπιζαν οι δυστυχείς λαοί ότι θα επωφελούνταν από μια γενναιόδωρη αντίδραση που θα τους έβγαζε από την κόλαση της τραπεζικής κρίσης και της ανεργίας, για να ανακαλύψουν ότι η Μέρκελ με τον Σαρκοζί και τους λοιπούς... προτιμούν να καθηλώσουν τις χώρες σε δημοσιονομική πειθαρχία με επώδυνες κοινωνικές συνέπειες για τους πολλούς και με ενδημικές κοινωνικές κρίσεις. Οι μικροί ηγέτες-λογιστές, που πάντα μισούν τις ανατροπές των σχεδίων τους και τις αναστατώσεις, ευνοήθηκαν, εκμεταλλευόμενοι τους φόβους που έχουν ενσταλάξει οι πρωτοφανείς συνθήκες κρίσης στην Ευρώπη, παρόμοιες μόνο με αυτές του Μεσοπολέμου, και έδρασαν.  
Κρίθηκε πως δεν χρειάζεται να δίνεται οικονομική βοήθεια σε χώρες τα χρέη των οποίων παύουν πλέον να είναι βιώσιμα μακροπρόθεσμα. Όταν φτάνουμε σε αυτό το σημείο, η μεγάλη αναδιάρθρωση των χρεών είναι αναπόφευκτη, εξαιτίας της απαγόρευσης της ανάληψης του χρέους μιας χώρας από άλλη χώρα – απαγόρευση η οποία περιλαμβάνεται στις συνθήκες. Κάθε κράτος είναι υπεύθυνο για τα δικά του χρέη. Και τα εθνικά χρέη δεν μπορούν να γίνουν ευρωπαϊκά. Με βάση τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν, τις αρχές των Συνθηκών αλλά και όσον αφορά στις επιταγές του Συντάγματος της Γερμανίας, ο «εξευρωπαϊσμός» των εθνικών χρεών θα ισοδυναμούσε με διάβαση του Ρουβίκωνα.
Εκ πρώτης όψεως, το ευρώ φαίνεται να είναι σταθερό νόμισμα. Ως προς την εξωτερική συναλλαγματική του αξία, σε σχέση με το δολάριο, είναι ισχυρότερο σήμερα απ’ όσο ήταν όταν κυκλοφόρησε. Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, όμως, δεν συνέβαλε στη σύγκλιση, αλλά, αντιθέτως, εξέθεσε τη διαρκώς αυξανόμενη απόκλιση οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των μελών της, φαινόμενο που απειλεί σοβαρά ολόκληρο το οικοδόμημα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Έτσι, θεωρήθηκε ότι λύση αποτελεί η συνταγματική θέσπιση του «φρένου χρέους» και η «γερμανοποίηση» των ευρωπαϊκών συνθηκών.
Πέρα, όμως, από τις αποφάσεις της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής, αξίζει να σημειωθεί ότι, βαδίζοντας κανείς στο δρόμο της ιστορίας των οικονομικών θεωριών και των ασκούμενων πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαπιστώνει πως στην ουσία επαναφέρονται οι αντιλήψεις της σχολής του Fribourg και οι ασκούμενες πολιτικές του ρεύματος του ορθο-φιλελευθερισμού, που διέπεται από νομισματική σταθερότητα, περιοριστικές πολιτικές και μείωση κοινωνικών δαπανών, με τις οποίες η Γερμανία επιδίωξε να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και ύφεση του 1929.
Πράγματι, η τότε οικονομική πολιτική της Γερμανίας, αρνούμενη την κρατική παρέμβαση (Κέινς) και το «laisser faire» των κλασικών του φιλελευθερισμού της αγγλοσαξονικής σχολής για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 1929, εφαρμόζει την πολιτική του ορθο-φιλευθερισμού σε συνθήκες ύφεσης και έντονων πληθωριστικών πιέσεων. Παράλληλα, το ρεύμα αυτό της οικονομικής σκέψης και των ασκούμενων πολιτικών διαπιστώνουμε ότι επηρεάζει καθοριστικά πλέον την ευρωπαϊκή οικοδόμηση και προοπτική και μπολιάζει τις ιδέες και τις αντιλήψεις που διαπνέουν τόσο τη Συνθήκη της Ρώμης όσο και τις Συνθήκες του Μάαστριχτ, της Λισαβόνας και των Βρυξελλών.
(Επίκαιρα)