Έλεγχος αξιοπιστίας στην κυβέρνηση από τον Β. Σόιμπλε: Απαράβατος όρος για νέα χρηματοδότηση διάσωσης η έγκριση του νόμου για μαζικές απολύσεις στο Δημόσιο μέσα στον Αύγουστο - Το θρίλερ των διαπραγματεύσεων με τους τραπεζίτες για συμμετοχή στο «πακέτο» και οι φόβοι για πέρασμα από την «επιλεκτική» στην πραγματική χρεοκοπία
Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία είναι παγκοσμίως γνωστή για τα αυστηρά κρας τεστ στα οχήματά της. Ένα εξίσου σκληρό κρας τεστ θα περάσει και το νέο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, για να καταφέρει να φθάσει μέχρι την έγκριση του δανείου-μαμούθ τον Σεπτέμβριο, με την οποία η χώρα θα αποφύγει τη χρεοκοπία ως τα μέσα του 2014, αν όλα πάνε κατ’ ευχή στην εφαρμογή του νέου μνημονίου.
Οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί για έγκριση του δανείου στις δύο διαδοχικές συνεδριάσεις του Eurogroup μέσα στον Ιούλιο (η δεύτερη συγκαλείται την Δευτέρα) διαψεύσθηκαν και είναι πλέον σαφές ότι η συμφωνία έχει ελάχιστες πιθανότητες να εγκριθεί μέσα στο καλοκαίρι, παρότι η κυβέρνηση εξάντλησε τεράστια αποθέματα πολιτικού κεφαλαίου τον Ιούνιο, για να καταφέρει να περάσει από τη Βουλή και... το μπλόκο των αγανακτισμένων το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Η καθυστέρηση στην έγκριση του δανείου επιχειρείται να εμφανισθεί σαν «τεχνικό πρόβλημα», καθώς οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες για τη δική τους συμμετοχή έχουν γυρίσει στο σημείο μηδέν, μετά τις παρεμβάσεις των οίκων αξιολόγησης και τη σταθερή αντίθεση της ΕΚΤ σε οποιοδήποτε σενάριο μπορεί να οδηγήσει σε «επιλεκτική χρεοκοπία». Στην πραγματικότητα, όμως, η Γερμανία, υποστηριζόμενη από τις άλλες δύο «σκληρές» κυβερνήσεις του Βορρά (την ολλανδική και την φινλανδική), είχαν εξαρχής αποφασίσει να αφήσουν το τελικό στάδιο της διαπραγμάτευσης για τον Σεπτέμβριο, για δύο λόγους:
1. Ο πρώτος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Η τοποθέτηση του κ. Βενιζέλου, ενός ισχυρού κομματικού παράγοντα, στο υπουργείο Οικονομικών και την αντιπροεδρία με αρμοδιότητα τον οικονομικό κύκλο υπουργείων, μπορεί να ανακούφισε σε πρώτη φάση τους Ευρωπαίους, αφού διευκόλυνε την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου από τη Βουλή, αλλά σε δεύτερο χρόνο έφερε έντονο σκεπτικισμό. Ο κ. Βενιζέλος δημιούργησε εξαρχής την εντύπωση ότι η πρώτη του προτεραιότητα θα είναι η διαπραγμάτευση «χαλαρότερων» όρων για τις επόμενες αναθεωρήσεις του μνημονίου. Επιπλέον, το στάτους του νέου υπουργού ως κατεξοχήν πολιτικού στελέχους, χωρίς τεχνοκρατικές περγαμηνές, αλλά με μεγάλες φιλοδοξίες για το μέλλον, δημιούργησε αμφιβολίες για το αν είναι αποφασισμένος να συγκρουσθεί με τη βασική «πελατεία» των δύο μεγάλων κομμάτων, δηλαδή τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα. Έτσι, οι Γερμανοί εξαρχής είχαν αποφασίσει, παρότι άφηναν να διατηρείται η ελπίδα για συμφωνία τον Ιούλιο, ότι η έγκριση του νέου «πακέτου» θα δοθεί τον Σεπτέμβριο και μόνο αν η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει στο μεταξύ τα δείγματα γραφής που περιμένουν οι Ευρωπαίοι, κυρίως σε ό,τι αφορά την «εκκαθάριση» του δημόσιου τομέα.
2. Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με την προσπάθεια των κυβερνήσεων του Βορρά να ασκήσουν πίεση στους τραπεζίτες για να εξασφαλισθεί όσο δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή τους στο νέο «πακέτο». Ιδιαίτερα το Βερολίνο, γνωρίζοντας τις δυσκολίες της επίτευξης συμφωνίας με τις τράπεζες για το roll-over, θέλει να έχει την ευκαιρία να πιέσει για μακρά περίοδο τους ιδιώτες τραπεζίτες, με την απειλή αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους να αιωρείται, εάν τελικά δεν συναινέσουν. Για να έχει αξιοπιστία, όμως, αυτή η απειλή, θα πρέπει να συντηρηθεί και η εκκρεμότητα με την έγκριση του νέου δανείου ως τον Σεπτέμβριο, που θα κριθεί η εκταμίευση της έκτης δόσης του πρώτου δανείου. Επιπλέον, πολλοί στις αγορές υποψιάζονται ότι η τακτική του Βερολίνου έχει και μια άλλη, μικροπολιτική ανάγνωση: κρατώντας για πολλή καιρό ανοικτή τη διαπραγμάτευση με τις τράπεζες, οι πολιτικοί του συνασπισμού της Άνγκελα Μέρκελ θα μπορούν να δώσουν την εντύπωση στους ψηφοφόρους ότι προσπάθησαν μέχρι την ύστατη ώρα να μεταφέρουν και στις τράπεζες ένα μέρος του «λογαριασμού» στήριξης της Ελλάδας. Ακόμη και αν αυτή η προσπάθεια αποτύχει τελικά, ή έχει περιορισμένα αποτελέσματα, θα μπορούν να ισχυρισθούν ότι εξάντλησαν όλα τα περιθώρια διαπραγμάτευσης.
Η κρίσιμη δοκιμασία
Η κρισιμότερη δοκιμασία την οποία θα πρέπει να περάσει επιτυχώς τώρα η κυβέρνηση είναι η εφαρμογή των πολύ σκληρών μέτρων για τους δημοσίους υπαλλήλους που περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και θα πρέπει να ολοκληρωθούν, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, σε δύο φάσεις, μέσα στον Αύγουστο και πριν την κατάθεση του νέου προϋπολογισμού, τον Οκτώβριο.
Εκτός των γνωστών από καιρό παρεμβάσεων στα μισθολογικά του Δημοσίου, με το νέο μισθολόγιο που φέρνει δραματικές περικοπές και πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μέσα στο καλοκαίρι, το σχέδιο περιλαμβάνει και εκτεταμένες απολύσεις υπαλλήλων, γι’ αυτό και έχει προκαλέσει αναβρασμό στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Πολλοί βουλευτές τονίζουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ότι άλλα είχαν πληροφορηθεί όταν ψήφιζαν το Μεσοπρόθεσμο και τον εφαρμοστικό νόμο και άλλα, πολύ σκληρότερα μέτρα, αναφέρονται στο κείμενο του αναθεωρημένου μνημονίου, που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από μια εβδομάδα από την Κομισιόν και δημοσιεύθηκε σε ελληνική μετάφραση μόλις την Πέμπτη από το υπουργείο Οικονομικών.
Η κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι όσο πλησιάζει η κρίσιμη ψηφοφορία, για την έγκριση του νόμου που θα ανοίξει το δρόμο για τις απολύσεις, η δυσφορία των βουλευτών θα κορυφώνεται, παρότι έχει προγραμματισθεί να διεξαχθεί η κρίσιμη ψηφοφορία μέσα στις «ήσυχες ημέρες» του Αυγούστου, ακόμη και κοντά στον Δεκαπενταύγουστο (!).
Και αυτό γιατί τα μέτρα που αναφέρονται είναι πολύ σκληρά και θίγουν βασικούς κανόνες λειτουργίας του (πελατειακού) ελληνικού πολιτικού συστήματος, που ίσχυσαν χωρίς παρεκκλίσεις σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου. Στο πρώτο κεφάλαιο του αναθεωρημένου μνημονίου, με το γενικό τίτλο «Προσαρμογές Δαπανών», αναφέρονται τα εξής:
- Από τη μείωση της απασχόλησης στο Δημόσιο θα υπάρξουν εξοικονομήσεις ίσες με 0,3% του ΑΕΠ, δηλαδή σχεδόν 700 εκατ. ευρώ. Η κυβέρνηση σκοπεύει να μειώσει την απασχόληση κατά 150.000 άτομα, ή περίπου 20%, μέχρι το 2015. Αυτό θα επιτευχθεί όχι μόνο με την εφαρμογή αυστηρής σχέσης αποχωρήσεων και προσλήψεων (1/10 το 2011 και 1/5 τα επόμενα χρόνια). Αλλά και με μειώσεις των συμβασιούχων, καθώς και με «ακούσιες απομακρύνσεις» υπαλλήλων («involuntary redundancies» στο αγγλικό κείμενο), δηλαδή με απολύσεις.
- Ακολούθως εξηγείται πώς θα απολυθεί πλεονάζον προσωπικό: θα καταγράφονται οι πλεονάζοντες υπάλληλοι στους φορείς που θα κλείνουν ή θα συγχωνεύονται και θα τίθενται σε εφεδρεία για διάστημα όχι μεγαλύτερο των 12 μηνών, λαμβάνοντας μόνο το 60% των αποδοχών τους, χωρίς να υπολογίζονται υπερωρίες και άλλες πρόσθετες αμοιβές, δηλαδή ένα ποσό που μετά βίας θα φθάνει τα 1.000 ευρώ. Οι «εφεδρικοί» θα μπορούν να μετατίθενται σε άλλες θέσεις στο Δημόσιο, αλλά είναι σαφές ότι ελάχιστοι θα έχουν αυτή την τύχη, αφού θα εμπίπτουν στον κανόνα για τη σχέση αποχωρήσεων/προσλήψεων (1/5 από το 2012) και, επιπλέον, θα κρίνονται από το ΑΣΕΠ. Οι υπόλοιποι θα απολύονται μετά τη λήξη της περιόδου «εφεδρείας».
- Πέραν του «στενού» δημόσιου τομέα, στις ΔΕΚΟ, το νέο μνημόνιο προβλέπει ένα ενδιαφέροντα τρόπο για να εκκινήσει η διαδικασία των απολύσεων: οι πλεονάζοντες υπάλληλοι θα προσδιορίζονται με βάση τις πραγματικές ανάγκες του φορέα. Για να βρεθεί ένας αντικειμενικός τρόπος προσδιορισμού των πραγματικών αναγκών, θα μπορεί να γίνεται σύγκριση με παρόμοιες εταιρείες και οργανισμούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών, διαδικασία που θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη του 2011.
- Σε ότι αφορά το κλείσιμο μη απαραίτητων, όπως αναφέρεται στο μνημόνιο, φορέων και οργανισμών του Δημοσίου, οι εξοικονομήσεις από αυτή την πλευρά θα φθάσουν το 0,5% του ΑΕΠ, δηλαδή σε ποσό σχεδόν 1,2 δισ. ευρώ ετησίως. Μετά το κλείσιμο ή τη συγχώνευση 4.500 φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης με τον «Καλλικράτη», η προσπάθεια θα εστιαστεί, όπως αναφέρει το μνημόνιο, σε περισσότερους από 1.500 φορείς που υπάγονται στα υπουργεία και στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
- Ήδη έκλεισαν 77 από αυτούς, ενώ μέχρι τα μέσα του Αυγούστου (σ.σ.: όταν ο λαός θα απολαμβάνει τα μπάνια...) η κυβέρνηση θα προωθήσει νομοθεσία για να κλείσουν 40 μικροί φορείς, να συγχωνευθούν άλλοι 25 και να κλείσουν ή να συγχωνευθούν άλλοι 11 μεγάλοι οργανισμοί, που σήμερα απασχολούν 7.000 υπαλλήλους. Σε αυτούς περιλαμβάνονται εταιρείες διαχείρισης ακινήτων (όπως η ΕΤΑ), κατασκευαστικές εταιρείες (Θέμις Κατασκευαστική) και κρατικοί τηλεοπτικοί σταθμοί. Αυτές οι διαδικασίες περικοπών θα επεκταθούν, όπως δεσμεύεται η κυβέρνηση έναντι της τρόικας, σε όλους τους φορείς που κρίνονται μη απαραίτητοι για τη λειτουργία του κράτους. Όσοι έχουν αντικείμενα που επικαλύπτονται θα συγχωνεύουν και για όσους απομείνουν θα τεθούν αυστηρά όρια λειτουργικού κόστους. Αυτή η διαδικασία θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Οκτώβριο και τα αποτελέσματά της θα ενσωματωθούν στον προϋπολογισμό του 2012.
Πραγματική χρεοκοπία;
Στο μεταξύ, τα σενάρια εκτύπωσης «ζεστών» ευρώ από την ελληνική κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος σε περίπτωση «επιλεκτικής χρεοκοπίας» της χώρας δημιουργούν στις αγορές την εντύπωση ότι δεν είναι καθόλου απίθανο να ξεσπάσει μια πολύ σοβαρή τραπεζική κρίση στην Ελλάδα, αν σταματήσει να χρηματοδοτεί, έστω και για μικρή περίοδο, η ΕΚΤ τις ελληνικές τράπεζες.
Οι συζητήσεις των τελευταίων ημερών για τη μέθοδο εμπλοκής των ιδιωτών πιστωτών στο νέο «πακέτο» έδειξαν ότι ο δρόμος για την κατάληξη σε μια συμφωνία είναι ακόμη μακρύς και μπορεί να κρύβει αναπάντεχες εκπλήξεις. «Η κατάσταση που διαμορφώνεται μοιάζει όλο και περισσότερο με πραγματική χρεοκοπία», σχολίασε ο οικονομολόγος της Bank of Tokyo Mitsubishi, Κρις Ράπκι, μιλώντας στο “Bloomberg”.
Το πιο επικίνδυνο για την Ελλάδα στοιχείο των συζητήσεων είναι ότι για πρώτη φορά οι τραπεζίτες εμφανίζονται έτοιμοι να συζητήσουν σενάρια, αδιαφορώντας αν θα καταλήξουν σε βαθμολογία «επιλεκτικής χρεοκοπίας» για τα ελληνικά ομόλογα από όλους τους οίκους αξιολόγησης. Ο Τσαρλς Νταλάρα, επικεφαλής της... Τραπεζικής Διεθνούς (IIF) δήλωσε ανοικτά ότι η «επιλεκτική χρεοκοπία» δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην εξέλιξη της διαχείρισης του ελληνικού προβλήματος.
Η ευκολία με την οποία οι ισχυροί τραπεζίτες εμφανίζονται έτοιμοι να αποδεχθούν αυτό το γεγονός δεν είναι ανεξήγητη, τονίζουν τραπεζικά στελέχη στην Αθήνα. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, που είναι εκτεθειμένες σε βαθμό... κακουργήματος σε CDS του ελληνικού χρέους έχουν ήδη εξασφαλίσει ότι, ανεξάρτητα από τις κινήσεις των οίκων αξιολόγησης, τα συμβόλαια CDS δεν θα ενεργοποιηθούν από τα σενάρια που συζητούνται για την Ελλάδα.
Προς το παρόν, όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες, που μέχρι πριν λίγες ημέρες εμφανίζονταν να κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, εμφανίζονται να κινούνται σε χωριστούς δρόμους:
- Η ΕΚΤ προειδοποιεί με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση τις κυβερνήσεις ότι είναι απολύτως αντίθετη σε οποιοδήποτε σενάριο καταλήγει σε «επιλεκτική χρεοκοπία», αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι δεν μπλοφάρει, σε ό,τι αφορά την απειλή της να σταματήσει να χρηματοδοτεί τις ελληνικές τράπεζες με ενέχυρο ομόλογα, αν και οι τρεις οίκοι αξιολόγησης τα κατατάξουν στη βαθμίδα της «επιλεκτικής χρεοκοπίας». Ας αναλάβουν τις ευθύνες τους οι κυβερνήσεις, προειδοποίησε χθες ο Ζαν Κλωντ Τρισέ.
- Οι κυβερνήσεις του Βορρά, αντίθετα, επανέρχονται σε τροχιά ρήξης με την ΕΚΤ. Τόσο το γερμανικό, όσο και το ολλανδικό υπουργείο Οικονομικών, επανέφεραν ήδη στο τραπέζι την αρχική τους πρόταση να ασκηθεί πίεση στους ιδιώτες πιστωτές για γενικευμένη ανταλλαγή παλαιών ομολόγων με νέα, μεγαλύτερης διάρκειας. Πρόταση, που οδηγεί με βεβαιότητα στο “selective default”, παρά τις αντιδράσεις της ΕΚΤ.
- Οι ιδιώτες τραπεζίτες, από την πλευρά τους, συνεχίζουν να συζητούν κυρίως στη βάση του γαλλικού σεναρίου αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, που οδηγεί σε μεγάλη επιβάρυνση της Ελλάδας και σε «επιλεκτική χρεοκοπία». Ακόμη και οι αναθεωρημένες, καλύτερες για την Ελλάδα προτάσεις, έχουν έντονη οσμή τοκογλυφίας. Το τελευταίο σενάριο που άρχισε να διακινεί ο Νταλάρα, για επαναγορές ελληνικών ομολόγων σε χαμηλές τιμές με ακριβά δάνεια από ευρωπαϊκές τράπεζες, δεν είναι καθόλου σαφές τι ακριβώς θα σημαίνει για την Ελλάδα, ούτε αν γίνεται αποδεκτό από την πλειονότητα των πιστωτών, ή αν μπορεί στην πράξη να εφαρμοσθεί με επιτυχία.
Που αφήνουν όλες αυτές οι συζητήσεις την Ελλάδα; Καταρχάς, παραμένει αμφίβολο αν και πώς θα προχωρήσουν οι συζητήσεις, από τις οποίες εξαρτάται η έγκριση νέου «πακέτου» διάσωσης, που ήδη έχει μετατεθεί τον Σεπτέμβριο. Επίσης, είναι βέβαιο ότι όπου και αν καταλήξουν οι συζητήσεις, το κέρδος της χώρας από τη μείωση δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι ασήμαντο, ενώ θα έχει επιβαρυνθεί με την κατάταξη των ομολόγων στην κατηγορία της «επιλεκτικής χρεοκοπίας».
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει και το συνδετικό κρίκο με την πραγματική χρεοκοπία: αν η ΕΚΤ αρνηθεί να χρηματοδοτήσει τις ελληνικές τράπεζες, την ώρα που θα διαμορφώνονται συνθήκες πανικού στους καταθέτες, λόγω και της νέας υποβάθμισης από τους οίκους αξιολόγησης, η κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά στην ανάγκη να αντιμετωπίσει μια σοβαρή τραπεζική κρίση με δικά της μέσα, δηλαδή με έκτακτες ενισχύσεις ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος στις τράπεζες με εγγυήσεις του Δημοσίου. Και σε αυτή την περίπτωση κανείς δεν εγγυάται ότι ο χειρισμός μιας τόσο σοβαρής κρίσης με «εθνικά εργαλεία» θα έχει καλή κατάληξη...