Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Καραμανλής: "Το όνομα - καταλύτης, σάρωσε και πάλι, με την εκκωφαντική του σιωπή"

Στην ανάρτηση μας Πού 'σαι ρε Καραμανλή...!
την οποία δημοσιεύσαμε και στο φιλικό μας ιστολόγιο Olympia έγιναν μέχρι στιγμής, 237 σχόλια. 
Σ' ένα απ' αυτά... έγραψε ο Σπάρτακος, μας άρεσε και σας το παρουσιάζουμε:
 
Πυρετός ! Ρίγη ! Παραμιλητό ! 
Απελπισία, ενοχές, στρεψοδικία.
Ψέμματα, μύθοι και παραβολές, μπας και ξορκιστεί ο πανικός.
Το όνομα - καταλύτης, σάρωσε και πάλι, με την εκκωφαντική του σιωπή.
Με την εύγλωττη σιωπή, των λέξεων που περιττεύει να αρθρωθούν.
Μιάς και όλοι γνωρίζουν. 
Μιάς και όσοι παραγνωρίζουν, έχουν από καιρό πάψει να πανηγυρίζουν. Απλά μές την τρέλλα τους, στριφογυρίζουν.
Και γιά να τηρείται και το εθιμοτυπικόν, ακολουθεί και η απαραίτητη παρέλαση.
Μιά παρέλαση - θέαμα, μιά παρέλαση - λύτρωση, μιά παρέλαση - ελιξήριο.
Μιά παρέλαση που τα’χει όλα.... Μπάντες, σαραμπάντες και παρδαλές τιράντες.
Ο τράγος προπορεύεται καμαρωτός και ο μαέστρος στροβιλίζει τη ράβδο στον αέρα.
Κι από πίσω τα στρατά, σε πεντάδες στοιχισμένα. Με καμάρι, με τέμπο, με μπρίο επίπλαστο.
Κάθε χρόνο, όλο και λιγότερα τα πλήθη.
Φέτος, τα παιδάκια άφαντα. Που πήγαν ; Ξέρει κανείς ;
Κάποιοι ρακένδυτοι, κουνάνε βαρυεστημένοι , σημαιάκια πλαστικά .
Ξεθωριασμένα απ’την πολλή τη χρήση.
Σχισμένα σε κρόσια, από τους νευρικούς των περασμένων επετείων.
Ξεχαρβαλωμένη και η εξέδρα των επισήμων. Απών ο υπουργός,απών ο Δέσποτας,οι προεστοί απόντες.
Μόνος ο χωροφύλαξ, έχοντας πλάι του την πλουμιστή συμβία ίδια με στέρφα περιστέρα, χασμουριέται με κλειστό το στόμα, με το πρόσωπο στραβοχυμένη μάσκα αποκριάς.
Ανία; Ανησυχεί ; Απολαμβάνει ; Υπολογίζει τριετίες κι επιδόματα ; Τρέχα γύρευε.
Οταν πιά άδειασεν η πλατεία και νέκρωσεν η δημοσιά,
όταν η τρυφερή η νύχτα με το λυτρωτικόν της σκότος,
ήρθε και γλύκανε το αποτρόπαιον τοπίο,
όταν πλέον απεσύρθησαν και οι τελευταίοι απελπισμένοι κορύβαντες,
τότε σηκώθηκεν απ’τη γωνιά της η χήρα, κρατώντας τ’ορφανό, απ’ τ’ αχαμνό χεράκι.
Σιωπηλή, καθημαγμένη, μισή νεκρή και ζωντανή μισή, τράβηξε πίσω απ’την εκκλησιά.
Ενα μονάχα δάκρυ της που κύλησε στις πλάκες,
ένας μονάχα της λυγμός που δεν ακούστηκεν
κι ένα χαμόγελο της ατσαλένιας της ψυχής,
ήταν η αυτονόητη απάντηση, στην πεθαμένη παρέλαση των κουρδισμένων σαλτιμπάγκων.
Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.