Τετάρτη βράδυ, 30 Οκτώβρη
Τώρα, μια στιγμή έξω από τη ζάλη, προσπαθώ να σημειώσω όσα θυμάμαι από τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου, Έχω την εντύπωση πώς πρόκειται για αναμνήσεις χρόνων:
Νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή (26-27).
Κατά τη μία μου τηλεφώνησαν την είδηση του Στεφάνι : Μια συμμορία ελληνική μπήκε στο αλβανικό έδαφος και χτυπήθηκε με τους 'Ιταλούς κατά τα μέρη της Βίγλιστας. Δύο μπόμπες στην κατοικία του 'Ιταλού διοικητή στους Αγίους Σαράντα. Οι δράστες, λένε οι Ιταλοί, είναι Έλληνες ή Άγγλοι κατάσκοποι. Ο Νικολούδης είναι στην ιταλική πρεσβεία πού έχει δεξίωση, ύστερα από την πρεμιέρα μιας όπερας του Πουτσίνι στο «Βασιλικό». Είπα να τον ειδοποιήσουν αμέσως. Οι διαψεύσεις βγήκαν τη νύχτα, καθαρές και ξάστερες. Ο Νικολούδης μου διηγήθηκε πώς ο ίδιος ό σινιόρ Γκράτσι τον οδήγησε στο τηλέφωνο, και, όταν τέλειωσε, τον ρώτησε : «Mauvaises nouvelles?» (μετ. Άσχημα νέα;). Τ’ αποκρίθηκε: «Rien d'extraordinaire» (μετ. Τίποτα το εξαιρετικό), κι έφυγε μετά πέντε λεπτά για να πάει στον πρόεδρο.
Κυριακή πρωί, 27.
Στο Υπουργείο Εξωτερικών. Συζητούμε ατέλειωτα και ζυγιάζουμε τις φράσεις της απάντησης μας σε μια νότα γερμανική εξαιρετικά "θυμωμένη και πικρόχολη, πού διαμαρτύρεται για τη δημοσίευση στις εφημερίδες του λόγου του Churchill προς τους Γάλλους.
Στο μεταξύ ο πρόεδρος, πού πρέπει να την εγκρίνει, έχει ξεκινήσει. βλέπουμε το αυτοκίνητο του να βγαίνει από την καγκελόπορτα του Υπουργείου. Ο Παπαδάκης αρπάζει το χαρτί, τρέχει από την αριστερή πόρτα και στάματα το αυτοκίνητο πού είχε στρίψει προς τους Αμπελοκήπους. Πίσω στάματα όλη ή κίνηση. μοτοσικλέτες, μεγάλα κίτρινα μπούσια, ποδήλατα. Ό Μέλας, νευρωμένος, ψιθυρίζει : «Ωραία, ωραία ! Ένας υπάλληλος του 'Υπουργείου Εξωτερικών στάματα το αυτοκίνητο του προέδρου, μ' ένα χαρτί στο χέρι. Όλος ο κόσμος θα πει πως είναι το ιταλικό τελεσίγραφο, πώς εκηρύχθη ο πόλεμος».
Δευτέρα, 28.
Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε :
« Έχουμε πόλεμο.» Τίποτε άλλο, ό κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, πού λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή : άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί πού την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, άλλα ξέρω πώς θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυό-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πώς αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της 'Αγγλίας.
Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στό Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γαφος καί ό Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή.
Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ό Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο Υπουργείο Τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, ή αυγή μ' ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπο της. Έγραψα μαζί με τον Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη. πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μου είχε ετοιμάσει καφέ. γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες. . .
Στη γωνιά Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο.
Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας». Ο βασιλιάς, με ύφος νέου αξιωματικού υπόγραψε το διάγγελμα του και φύγαμε.
Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου :
- Είστε βέβαιος; και των Γερμανών;
- Και των Γερμανών, είπα.
- Τί δικαιολογία να δώσουμε; Δεν έχω καιρό για συζητήσεις :
- Πέστε τους πώς είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα.
. . . Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «'Αλα Λιτόρια».