Ἀρχιγένεθλος γλῶσσα
Ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι ἀδιαμφισβήτητα ἡ ἀρχαιότερη γλῶσσα ἀπὸ ὅσες ὁμιλοῦνται σήμερα στὴν Εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο. Καί ἂν ἀδυνατοῦμε νὰ καθορίσουμε μὲ ἀκρίβεια τὴν ἡλικία της, ἔχει πλέον καταστῆ ὁλοφάνερο ὅτι εἶναι ἐντυπωσιακὰ ἀρχαιότερη ἀπὸ ὅ,τι ἐδιδαχθήκαμε στὰ μαθητικὰ καὶ φοιτητικά μας χρόνια. Δὲν ἔχουν παρέλθει ἄλλωστε πολλὲς δεκαετίες ἀπὸ τότε ποὺ ἐθεωρεῖτο βέβαιον ὅτι οἱ Κρῆτες καὶ οἱ Μυκηναῖοι δὲν ὡμιλοῦσαν Ἑλληνικά,
καὶ ὅτι οἱ πινακίδες μὲ τὴν λεγομένη Γραμμικὴ Γραφὴ Α καὶ Β (ποὺ ἀνεκάλυψε ὁ Ἔβανς τὸ 1900 τόσο στὴν Κρήτη ὅσο καὶ στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα) ἐξέφραζαν κάποια ἄγνωστη, «ἀνατολικῆς προελεύσεως», γλῶσσα.
Ἡ λύσις στὸ πρόβλημα ἦλθε τὸ 1952-53, ὅταν ὁ ἄγγλος ἀρχιτέκτων Μ. Βέντρις ἐπέτυχε νὰ ἀποκρυπτογραφήση τὴν Γραμμικὴ Γραφὴ Β καὶ ἔτσι «ἀπέδειξε ὅτι ἡ γλῶσσα τῶν πινακίδων τῆς Γραμμ. Β ἦταν Ἑλληνική». Ὁ ἴδιος ὁ Βέντρις ἐσημείωνε: «ἀργὰ καὶ μὲ δυσκολία τὰ βουβὰ σημεῖα ὑποχρεώθηκαν νὰ μιλήσουν, καὶ μίλησαν ἑλληνικὰ … ἡ γλῶσσα εἶναι δύσκολη καὶ ἀρχαϊκή, γραμμένη βραχυγραφικά, ἀλλὰ πάντως εἶναι ἑλληνική».
Ὁ συνεργάτης καὶ σύμβουλος τοῦ Μ. Βέντρις, καθηγητὴς Τζὼν Τσάντγουϊκ, ἔχει γράψει σχετικῶς ὅτι ὅλοι οἱ Ἑλληνες πρέπει νὰ σέβωνται τὸ κομμάτι αὐτὸ τοῦ μαυρισμένου πηλοῦ, γιατὶ αὐτὸ κατ’ ἐξοχὴν ἔπεισε τὸν κόσμο ὅτι οἱ δημιουργήσαντες τὸν μυκηναϊκὸ πολιτισμὸ ἦσαν Ἕλληνες … καί: «Ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦσε κάποιος βοσκὸς σὲ μιὰ ἀπόκεντρη περιοχὴ τῆς Πελοποννήσου, 1200 χρόνια πρὶν γεννηθῆ ὁ Χριστός, εἶναι παρ’ ὅλες τὶς διαφορές της ἡ ἴδια γλῶσσα μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποὺ μιλιέται σήμερα … Ὑπάρχουν ἀκόμη πολλὰ ποὺ δὲν τὰ ξέρουμε, γιὰ τὶς ἀπαρχὲς τῆς Ἑλληνικῆς γλῶσσας.»
… … …
Μία ἐπὶ πλέον μαρτυρία σχετικὴ μὲ τὴν ἀρχαιότητα τῆς Ἑλληνικῆς, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γλῶσσα μας ἔχει διασώσει προκατακλυσμιαία καὶ προϊστορικὰ τοπωνύμια ὅπωςΜεσόγειος, Θεσσαλία, Τέμπη, Φάρσαλα, Πλαταιαί, Λάρισα, Μυτιλήνη κ.ἄ…
Αὐτὸ ὑποδηλώνει ὅτι ἡ ὀνοματοθεσία ἔγινε ἀπὸ ΕΛΛΗΝΕΣ οἱ ὁποῖοι ὡμιλοῦσαν ΕΛΛΗΝΙΚΑ σὲ ἀπώτατους προϊστορικοὺς χρόνους, ὅταν ἡ Μεσόγειος ἦτο πράγματι «μέση γῆ» καὶ ἡ Θεσσαλία «θέσις ἁλὸς» ἤ, διὰ τροπῆς τῆς δασείας εἰς σῖγμα, «θέσις σαλὸς» ἐξ οὗ καὶ τὰ δύο σσ –>;; Θεσσαλία. …
«Τὴν δὲ Θεσσαλίην, λόγος ἐστίν, τὸ παλαιὸν εἶναι λίμνην.» … «τότε δὲ καὶ τὰ κατὰΘεσσαλίαν ὄρη διέστη …» (Ἀπολλόδωρος).
Ἀπὸ αὐτὴν δὲ τὴν τομὴ τῶν Θεσσαλικῶν ὀρέων ὠνομάσθηκαν τὰ «Τέμπη», ἐκ τοῦ ρήματος «τέμνω». ΤὰΦάρσαλα εἶναι ἡ ἀρχαία Φάρσαλος, δηλαδὴ «παρὰ τὴν ἅλα», πλησίον τῆς θαλάσσης τῆς πλημμυρισμένης Θεσσαλίας. (π –>;; φ, παρὰ –>;; φαρά).
«Πλαταιαί: κέκληται ἀπὸ τῆς πλάτης τῆς κώπης … ἐκλιμνωθείσης τῆς Βοιωτίας, τοὺς παροικοῦντας ταῖς λίμναις Βοιωτούς, πλῷ πορεύεσθαι πρὸς ἀλλήλους … ὡς Ἀπολλόδωρος». (Στ. Βυζάντιος)
Ἡ Λάρισα πρὶν δώση τὸ ὄνομα στὴν ὁμώνυμη πόλι, ἦταν ὄνομα οὐσιαστικόν: «λάρισες» ὀνομάζονται ὅλες οἱ πελασγικὲς ἀκροπόλεις. Ἐξ οὗ καὶ «Ζεὺς Λαρισαῖος», ὁ πρστάτης τῆς ἀκροπόλεως τοῦ Ἄργους. Ἡ λέξις λάρισαἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ λᾶς = λίθος καὶ αἴρω = σηκώνω, ἀνυψώνω, δηλαδὴ ὑψώνω πέτρινα τείχη· λάρτος εἶναι ὁ σκληρὸς λίθος. Οἱ Πελασγοὶ ὑπήρξαν τειχοποιοὶ τῶν πελασγικῶν ἀκροπόλεων. Ὁ ἡγεμὼν τῶν Πελασγῶν τειχοποιῶν ὀνομάζεται Λαέρτης ἤ Λάρς. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ ΛΑΡΣ κατάγεται ἡ ἀγγλικὴ λέξις LORD μὲ τὴν ἔννοια κύριος, ἡγεμών, ἄρχων, «λόρδος»!
Ἡ δὲ Μυτιλήνη, στὰ περισσότερα ἀρχαῖα κείμενα ἀναγράφεται ὀρθότερονΜιτυλήνη, ἐκ τοῦ ρήματος μιστύλλω = κατακόπτω· μίτυλος σημαίνει περικεκομμένος, ἀποκεκομμένος, καὶ ἂν κυττάξουμε τὸν χάρτη θὰ διαπιστώσουμε ὅτι πράγματι ἡ Μιτυλήνη φαίνεται (ὡς ἐκ τοῦ περιγράμματος καὶ τοῦ σχήματός της) ὅτι ἔχει κυριολεκτικῶς ἀποκοπῆ ἀπὸ τὴν ἔναντι ἀκτήν.
Παρόμοια πληροφορία ἐμπεριέχει τὸ τοπωνύμιον Ρήγιον στὴν Κάτω Ἰταλία, τὸ μέχρι σήμερα «Ρέτζιο» Καλάμπρια. Ἐκ τοῦ ρήματος ρήγνυμι, γιὰ νὰ θυμίζη τὸν σεισμὸ ὁ ὁποῖος κάποτε ἐδημιούργησε τὸ «ρῆγμα» ποὺ διεχώρισε τὴν Σικελία ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου.
Δὲν εἶναι, λοιπόν, μόνον οἱ φθεγγόμενοι λίθοι τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν Ἐπιγραφῶν ποὺ διδάσκουν ἱστορία, ἀλλὰ καὶ οἱ κραυγάζουσες ἐτυμολογίες τῶν τοπωνυμίων.
Στὴν Γραμμικὴ Β ὑπάρχουν γλωσσικοὶ τύποι ἄκρως χαρακτηριστικοί, οἱ ὁποῖοι ἀπαντῶνται συχνότατα στὸν Ὅμηρο, … … Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου βασίζονται σὲ μία μακρὰ παράδοσι. Ὁ Ὅμηρος δὲν ὑπῆρξε ὁ πρῶτος, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος καὶ διασημότερος μιᾶς σειρᾶς ἐπικῶν ποιητῶν, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἔχουν διασωθῆ (Κρεώφυλος, Πρόδικος, Ἀρκτῖνος, Ἀντίμαχος, Κιναίθων, Καλλίμαχος) καθὼς καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἔργων τους (Φορωνίς, Φωκαΐς, Δαναΐς, Αἰθιοπίς, Ἐπίγονοι, Οἰδιπόδεια, Θηβαΐς, …) δὲν ἔχουν ὅμως διασωθῆ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τους.
«Τῶν μὲν οὖν πρὸ Ὁμήρου οὐδενὸς ἔχομεν εἰπεῖν τοιοῦτον ποίημα, εἰκὸς δὲ εἶναι πολλούς.» (Ἀριστοτ. Ποιητ. IV 8)
… … …
Ἔχει ὑπολογισθῆ ὅτι σήμερα χρησιμοποιοῦμε αὐτούσιες περίπου 2.500 ὁμηρικὲς λέξεις στὴν καθημερινή μας ὁμιλία (νεότης, πατρίς, πέλαγος, ὀθόνη, βουλή, πόλεμος, …). Ἄλλες ὅμως λέξεις ἔχουν τόσο παραφθαρῆ ὥστε δύσκολα ἀναγνωρίζονται, χωρὶς βεβαίως νὰ παύσουν νὰ ἐνυπάρχουν στὸν λόγο μας. Καὶ, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο, ὑπάρχουν ὁμηρικὲς ἀλλὰ καὶ ἡσιόδειες λέξεις οἱ ὁποῖες διασώζονται στὶς δυτικὲς γλῶσσες, ἐνῶ στὴν ἑλληνικὴ ἔχουν σιγήσει, καὶ ὄχι σπάνια ἐπανεισάγονται ὑπὸ τὴν μορφὴν ἀντιδανείων:
κόθουρος = ὁ κολοβός, ὁ ἄχρηστος ὅθεν δειλός.
ἐξ οὗ: coward (ἀγγλ.) = ἄνανδρος, δειλός.
γαλλ. = couard, ἱσπ. = cobarde
cower (ἀγγλ.) = συστέλλομαι – ἰταλ. = coartare
αὐτὰρ = ὅμως, πρὸς τούτοις, ἀμέσως μετὰ –>;; ἀγγλ. after = μετὰ
ἄντυξ = περιφέρεια παντὸς κυκλοτεροῦς.
«ἄντυξ οὐρανίη», «ἄντυγες ἁρμάτων»,
«περίδρομοι ἄντυγες» (Ἰλ. Ε 728).
jante (γαλλ.) ὁ κύκλος τροχοῦ ἁμάξης.
ἀντιδάνειον: ζάντα.
Ὑπάρχει ἀκόμη ἕνας πολὺ μεγάλος ἀριθμὸς λέξεων οἱ ὁποῖες, ἐνῶ δὲν ἔχουν διασωθῆ αὐτούσιες, κρύβονται μέσα σὲ σύνθετα ἢ σὲ διάφορα παράγωγα. Μπορεὶ νὰ μὴν ὀνομάζουμε αὐδὴ τὴν φωνὴ, λέμε ὅμως: ἔμεινα ἄναυδος ἢἀπηύδησα. Ἡ γῆ σήμερα δὲν λέγεται ἄρουρα, τὸ ἱμάτιον δὲν ὀνομάζεται λώπη. Ἔχουμε ὅμως καὶ ἀρουραίουςκαιλωποδύτες.
… … …
Δὲν λέμε κυνῶ τὸ φιλῶ, οὔτε κύσα τὸ ἐφίλησα. (κῦσαι = τῷ στόματι φιλῆσαι. -Ἡσύχιος-) Λέμε ὅμως προσ-κυνῶ τὸ εἰκόνισμα, ἐνῶ τὸ φιλῶ ἀγγλικὰ λέγεται kiss καὶ γερμανικὰ küssen.
πρβλ. “kiss me” (ἀγγλ.)
«κύσον με καὶ τὴν χεῖρα δὸς τὴν δεξιάν». (Ἀριστ. Νεφ. 81)
«φέρε, σὲ κύσω» = ἔλα νὰ σὲ φιλήσω. (Θεσμοφοριάζουσαι 914)
… … …
«Γλώσσης περιπέτειαι» καὶ «Ἰνδοευρωπαϊκὰ»
… … …
Τὰ θεμέλια τῆς λεγομένης «Ἰνδοευρωπαϊκῆς» θεωρίας ἔχουν ἀρχίσει ἀπὸ καιρὸ νὰ κλονίζονται, ἐνῶ ἤδη ὁλοκάθαρα ἀκούγονται οἱ τριγμοὶ τῆς καταρρεύσεως τοῦ σαθροῦ αὐτοῦ οἰκοδομήματος τοῦ στηριζομένου στὴν κατασκευασμένη ὕπαρξι κάποιας φυλῆς-φαντάσματος, φυλῆς ποὺ μιλοῦσε τὴν «συμβατικὴ» γλῶσσα-φάντασμα, τῆς ὁποίας κανένα γραπτὸ μνημεῖο δὲν ἔχει ἀνευρεθῆ, ἐπειδὴ ἁπλούστατα ποτὲ δὲν ἔχει γραφῆ, ὅπως κατηγορηματικὰ δηλώνει καὶ ὁ Γάλλος Μπουφαρτίγκ.Οὔτε ποτὲ ἀνευρέθη ἔστω καὶ τὸ παραμικρὸ ἀρχαιολογικὸ «ἰνδοευρωπαϊκὸν» εὕρημα, οὔτε κἂν ἔχουμε ὑπαινιγμό, ἀπὸ ἀρχαίους Ἕλληνες ἢ Ἰνδοὺς συγγραφεῖς, γιὰ τὴν ἱστορία ἢ ἔστω τὴν μυθολογία, ἢ ἁπλῶς τὴν παρουσία «ἰνδοευρωπαίων». Εἶναι παντελῶς ἀνύπαρκτοι.
… … …
Ἡ ἐν λόγω θεωρία προῆλθε ὡς γνωστὸν ἀπὸ τὴν παρατήρησι ὅτι ἀρχαῖες καὶ νεώτερες γλῶσσες (σανσκριτική, ἑλληνική, κελτική, λατινική, γερμανική, κ.λπ.) παρουσιάζουν οὐσιώδεις ὁμοιότητες.
… … τὸ 1813 ἡ «ὁμογλωσσία» ἐβαπτίσθη «ἰνδοευρωπαϊκὴ» ἢ «ἰνδογερμανικὴ» – «ἰνδοκελτικὴ» ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, διὰ λόγους εὐνοήτους … …
… … …
Ἄλλοι χρησιμοποιοῦν ἁπλῶς τὸν ὅρο «σανσκριτικὴ ρίζα», ποὺ στὴν οὐσία εἶναι ἡ λεγομένη «ἰνδοευρωπαϊκή», δηλ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ. π.χ. «σανσκριτικὰ» miira = ὁ ὠκεανός, ἑλληνικὰ μύρα (=θάλασσα – πρβλ. ἁλμύρα, πλημμύρα), ὅπερ ἐκ τοῦμαρμαίρω = λάμπω, ἀπαστράπτω. Εἰς τὰ σανσκριτικὰ ἐγράφη ἡ κλασσικὴ Ἰνδικὴ φιλολογία, δηλαδὴ τὰ γνωστὰ ἔπη Μαχαμπαράτα, Ραμαγιάνα, Βαρτριχάρι, Ἀμαρού, Ριχβέσα κ.ἄ. …
Ἡ σανσκριτικὴ χωρίζεται σὲ δύο περιόδους: τὴν Βεδική, πρὸ τοῦ 500 π.Χ. (σημειωτέον ὅτι γραπτὴ φιλολογία δὲν ὑπῆρχε κατὰ τὴν βεδικὴν περίοδον), καὶ τὴν νεώτερη μεταβεδική. Ὑπῆρξε μία γλῶσσα ἀποκρυφιστική, μία γλῶσσα κλειστοῦ ἱερατείου, γραπτή, ἡ ὁποία οὐδέποτε ὡμιλήθη. «… μόνους τοὺς ἱερεῖς γινώσκειν.» (Διόδωρος Σικ. Γ΄)
Καὶ εὐλόγως διατυποῦται ἡ ἐρώτησις, μὲ ποιὸ τρόπο οἱ Ἕλληνες τῶν προϊστορικῶν καὶ τῶν μυκηναϊκῶν χρόνων (μὲ τὴν ἤδη διαμορφωμένη καὶ γραπτῶς γλῶσσα τους) ὑποτίθεται ὅτι ἦλθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ αὐτὲς τὶς ἀπόκρυφες ρίζες, τὴν στιμγὴ ποὺ τὰ πρῶτα ἐπιγραφικὰ μνημεῖα τῶν Ἰνδῶν, τὰ περίφημα διατάγματα τοῦ Ἀσόκα, ἀνάγονται μόλις στὸν Γ΄ αἰῶνα π.Χ.
Βασικὸ σφάλμα τῆς συγκριτικῆς αὐτῆς γλωσσολογίας ὑπῆρξε τὸ ὅτι δὲν ἐλήφθη καθόλου ὑπ’ ὄψιν ἡ ἱστορικὴ ἐποχὴ τῶν γλωσσικῶν καταστάσεων τὶς ὁποῖες συνέκριναν. Ὅπως γράφει καὶ ὁ Ζὼρζ Μουνὲν στὰ «Κλειδιὰ τῆς Γλωσσολογίας»: «Συνέκριναν τὰ σανσκριτικὰ τῆς πρώτης χιλιετίας, τὰ ἑλληνικὰ τοῦ 8ου αἰῶνος π.Χ., τὰ λατινικὰ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., τὰ γοτθικὰ τοῦ 4ου μ.Χ. κ.λπ. κ.λπ.».
Ὅμως ἡ γλωσσική σύγκρισις γιὰ νὰ εἶναι ἔγκυρη καὶ ἀκριβὴς πρέπει νὰ εἶναι συγχρονικὴ (METHODE SYN-CHRONIQUE) καὶ ὄχι διαχρονική. «Λίαν γὰρ εὔηθες», «πλάνη γεννῶσα πλάνην, ἡ μέσῳ τῆς διαχρονικῆς ὁμοιότητος ἀπόδειξις»: «Ἐν ἀποδείξει καὶ ἐπιστήμη καὶ νοῦς» – «ἡ δὲ ἐπιστήμη, τὸ καθ’ ὅλου γνωρίζειν ἐστί». (Ἀριστοτέλης)
Προκύπτει δηλαδὴ σφάλμα εἰς τὴν Λογικὴν Μέθοδον, ἐκ τῆς μὴ ταυτοχρόνου γνώσεως τῶν πραγμάτων. «Δέον ὅλον τι θεωρῆσαι καὶ μὴ τι μέρος μόνον». (Ἀριστοτέλης)
Ἡ ὁμογλωσσία «ἰνδοευρωπαϊκὴ» ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνισόχρονες γλῶσσες, ποὺ ἡ μία ἀπέχει χρονικὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πολλοὺς αἰῶνες.
Τί συνέβη λοιπὸν μὲ τοὺς εὐρωπαίους (καὶ ἐγχωρίους) ἰνδοευρωπαϊστάς; Αὐτὸ ποὺ ὁ Φίλων, ὁ Ἀλεξανδρεὺς περιγράφει: «τὸ ψεῦδος ὡς ἀληθὲς προμαθόντες ἐκ παίδων, καὶ σύντροφον ἔχοντες, ἐξαμαρτήσονται».
Ὡς ἐκ τούτου προκύπτει, προέκυψε, «ἀπατεὼν λόγος».
Ἕνα τόσο μεγάλο σφάλμα ὅμως σήμερα, στὶς ἡμέρες μας, ὁμοιάζει σὰν ἐπιδίωξις νὰ δοθῆ ὀλίγη «βοήθεια» στὴν ἱστορία ὡς πρὸς τὴν χρονολογία, προκειμένου νὰ προβληθῆ ἡ ὑποστηριζομένη θεωρία. Ὁ ἴδιος ὁ Γερμανὸς BOPP, ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ περασμένου αἰῶνος εἶχε διευκρινίσει ὅτι ἡ σανσκριτκή ἐστηρίζετο στὴν ἑλληνικὴ καὶ ὄχι ἡ ἑλληνικὴ στὴν σανσκριτική. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ σχέσις ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν Ἑλληνικὸ καὶ Ἰνδικὸ κόσμο. Ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι γλῶσσαπρωτογένεθλος.
… … …
Ὡς ἀρχαιόταται ἐπαφαὶ ἀναφέρονται ἡ ἐκπολιτιστικὴ ἐκστρατεία τοῦ Διονύσου, τοῦ Περσέως, τοῦ Ἡρακλέους, τὰ ἴχνη τῶν ὁποίων ἀκολούθησε ἀργότερα ὁ Μ. Ἀλέξανδρος:
«Νῦν δὲ Ἡρακλέα μιμοῦμαι καὶ Περσέα ζηλῶ,
καὶ τὰ Διονύσου μετιὼν (=μετέρχομαι, ἀκολουθῶ) ἴχνη
(θεοῦ γενάρχου καὶ προπάτορος),
βούλομαι (-ἐγὼ ὁ Ἀλέξανδρος-) πάλιν ἐν Ἰνδίᾳ
νικῶντας Ἕλληνας ἐγχορεῦσαι (=νὰ νικήσουν οἱ Ἕλληνες καὶ νὰ χορέψουν),
καὶ τοὺς ὑπὲρ Καύκασον ὀρείους καὶ ἀγρίους,
τῶν βακχικῶν κώμων (=τελετῶν) ἀναμνῆσαι.»
(Πλουτάρχου, Περὶ Ἀλεξάνδρου Τύχης ἢ Ἀρετῆς, Β.1)
… … …
Οἱ φοινικισταὶ βασίζονται στὸ γνωστὸ ἀπόσπασμα τοῦ Ἡροδότου:
«Οἱ δὲ Φοίνικες … εἰσήγαγον
διδασκάλια ἐς τοὺς Ἕλληνας
καὶ δὴ καὶ γράμματα οὐκ ἐόντα
πρὶν Ἕλλησι, ὡς ἐμοὶ δοκέει …»
τὸ ὁποῖον προβάλλεται περίπου ὡς θρησκευτικὸν «δόγμα», χωρὶς οὐδέποτε νὰ παρατίθενται αἱ περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἐκδοχαὶ ἄλλων ἀρχαίων συγγραφέων.
«Ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται.» (Θουκυδ. 1.20,3)
… … …
Ὡς πρὸς τὸ ἐπίμαχον ἀπόσπασμα τοῦ Ἡροδότου, παρατηροῦμε τὰ ἑξῆς:
1) Ὁ ἴδιος ὁ Ἡρόδοτος διατυπώνει τὴν πληροφορία μὲ ἐπιφύλαξι: «ὡς ἐμοὶ δοκεῖ». Τὸ ρῆμα δοκῶ σημαίνει νομίζω, ὑποθέτω, σκέφτομαι, φαντάζομαι, φαίνομαι κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πραγματικότητα, ὅ,τι δηλαδὴ τὸ σημερινὸ «μοῦ φαίνεται». «Ὃν φαμὲν δοξάζειν, ἀλλ’ οὐ γιγνώσκειν». (Πλατ. Πολιτ. 476 δ)
Ἀντιθέτως πρὸς τὸ «ὡς ἐμοὶ δοκέει», ὅποτε ὁ Ἡρόδοτος εἶναι βέβαιος γιὰ κάτι, χρησιμοποιεῖ τὴν ἔκφρασι «ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι»: «Τὸ δὲ Ἕλληνικόν, γλώσση μέν, ἐπείτε ἐγένετο, ἀεὶ κοτε (=ἀείποτε) τῇ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι». (καταφαίνεται = εἶναι ἐντελῶς σαφές, ὁλοφάνερο).
2) Ὁ Ἡρόδοτος γράφει «εἰσήγαγον γράμματα» καὶ ὄχι «εἰσήγαγον τὰ γράμματα», ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκφρασθῆ ἐὰν ἀνεφέρετο συγκεκριμένως εἰς τὴν «γραφήν». Δὲν χρησιμοποιεῖ δηλαδὴ τὸ ὁριστικὸν ἄρθρον «τά». Ἐκφράζεται ἀορίστως. Ἡ σύνταξις αὐτὴ ἠμπορεῖ καὶ νὰ σημαίνη ὅτι ἔφεραν κάποια γράμματα διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ χρησιμοποιούμενα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων («… οὐκ ἐόντα πρὶν Ἕλλησι …»). Γι’ αὐτό, συνεχίζει ὁ Ἡρόδοτος (Ε58), σὺν τῷ χρόνῳ, μεταβάλλοντας τὴν γλῶσσα (μαθαίνοντας δηλ. ἑλληνικὰ) μετέβαλλον (=ἄλλαζαν) καὶ τὸν ρυθμὸν τῶν γραμμάτων: «… μετὰ δὲ χρόνου προβαίνοντος, ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλλον καὶ τὸν ρυθμὸν τῶν γραμμάτων.» Βεβαίως, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι «μετέβαλλον» εἶναι οἱ Φοίνικες καὶ ὄχι οἱ Ἕλληνες, ὅπως ἐσφαλμένως «μεταφράζουν» πολλὲς ἐκδόσεις. Δὲν ἄλλαξαν γλῶσσα οἱ Ἕλληνες. Αὐτὸ εἶναι βέβαιον. «Ἀεὶ ποτε τῇ αυτῇ διαχρῶνται».
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν διατύπωσι τοῦ Ἡροδότου («εἰσήγαγον γράμματα») ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης (Ε΄ 74) ὁρίζει: «Ταῖς δὲ Μούσαις δοθῆναι παρὰ τοῦ πατρὸς τὴν εὔρεσιντῶν γραμμάτων» – καὶ ὄχι «εὔρεσιν γραμμάτων». Καὶ διευκρινίζει ὅτι ἀκόμη καὶ τὰ λεγόμενα «φοινίκεια» γράμματα δὲν εἶναι κἂν ἐφεύρεσις τῶν Φοινίκων, ἀλλὰ διασκευὴ ἄλλων γραμμάτων, δηλαδὴ τῶν ἑλληνικῶν-κρητικῶν:
«Φασὶ τοὺς Φοίνικας οὐκ ἐξ ἀρχῆς εὐρεῖν, ἀλλὰ τοὺς τύπους τῶν γραμμάτων μεταθεῖναι μόνον …»
Ἐδῶ βεβαίως ἀναφύεται καὶ ἄλλο πρόβλημα. Ἀκόμη καὶ αὐτά, τὰ διασκευασμένα ὑπὸ τῶν «Φοινίκων» ἑλληνικὰ γράμματα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ ἐκόμισαν στὴν Ἑλλάδα σημιτοφοίνικες συνοδοὶ τοῦ Κάδμου. Ὁ Κάδμος ἔχει ζήσει πολὺ πρὸ τῶν Τρωϊκῶν, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ σημιτοφοίνικες δὲν ἔχουν ἐμφανισθῆ εἰς τὸ προσκήνιον τῆς Ἱστορίας.
… … …
Ἄλλωστε καὶ ἡ ὀνομασία Φοῖνιξ εἶναι ἑλληνικώτατη: φοῖνιξ = πορφυρός. Ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα προέρχεται καὶ ἡ λέξιςφόνος. –φοίνιος = φονικός. «Φοῖνιξ» εἶναι καὶ τὸ μυθικὸ ἑλληνικὸ πτηνὸ τὸ ὁποῖον «ἐκ τῆς τέφρας του ἀναγεννᾶται». Φοῖνιξ εἶναι καὶ ἡ «χουρμαδιά». Ὁ Δάρης, ἱερεὺς τοῦ Ἡφαίστου ἐν Τρωάδι, ἔγραψε ἐπὶ φύλλων φοινίκων Ἰλιάδα ἀρχαιοτέραν τῆς τοῦ Ὁμήρου τὴν ὁποίαν ὁ Αἰλιανὸς (Ποικ. Ἱστ. ΙΑ, Ζ) λέγει ὅτι εἶδε. (Λεξ. Ραγκαβῆ). …
… … …
13. Ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ γραφὴ ἦτο γνωστὴ στὴν Ἑλλάδα πρὸ τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου, ὅταν ἀναφέρεται στὸν Βελλερεφόντη: «γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά».
… … …
14. Ὁ Διονύσιος ὁ Θρὰξ, μαθητὴς τοῦ διάσημου Ἀριστάρχου (Β΄ αἰ. π.Χ.) ἀναφέρει ὅτι ἡ γραμματικὴ ἦτο ἐν χρήσει στὴν Ἑλλάδα πρὸ τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου …
… … …
«Φοινίκεια τὰ γράμματα ἐλέγοντο, ὥς φησιν … Ἐτεωνεὺς καὶ Μένανδρος, ὁ ἱστορικός, ἐπειδὴ ἐν πετάλοις φοινικικοῖς ἐγράφοντο, ἤ, ὅπερ κρεῖττόν ἐστιν εἰπεῖν, ὅτι φοινίσσεται ὑπ’ αὐτῶν ὁ νοῦς, ἤτοι λαμπρύνεται.» (Bekker Anecd. –TLG)
… … …
Δημήτρης Μ.
Πηγή:
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς σελίδες: 21, 22, 23, 57, 58, 59, 63, 68, 69, 72, 73 τοῦ βιβλίου τῆς κας Ἄννας Τζιροπούλου-Εὐσταθίου:
ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ – ΠΩΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΛΟΓΟ.