Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Γιατί με λες Τηλέμαχο;

dakepekoz: Τηλέμαχος: Αυτός που από μακριά μάχεται!

REDTele
Τον δ’ αύτε προσέειπε θεά γλαυκώπις Αθήνη•
“ου μεν τοι γενεήν γε θεοί νώνυμνον οπίσσω
θήκαν, επεί σέ γε τοίον εγοείνατο Πηνελόπεια.
αλλ’ άγε μοι τόδε ειπέ και ατρεκέως κατάλεξον•
τις δαις, τις δαι όμιλος οδ’ έπλετο; τίπτε δε σε χρεώ;
ειλαπίνη ηέ γάμος; επεί ουκ έρανος τάδε γ’ εστίν.
ως τε μοι υβρίζοντας υπερφιάλως δοκέουσι
δαίνυσθαι κατά δώμα. νεμεσσήσαιτο κεν ανήρ
αίσχεα πόλλ’ ορόων, ος τις πινυτός γε μετέλθοι.”
Κι η γαλανόματη θεά γυρίζει και τού κρένει•
«δεν όρισαν αγνώριστη να μείνη η γενεά σου
οι θεοί, αφού σε γέννησε λεβέντη η Πηνελόπη.
Μα πές μου τώρα ξάστερα, και ξήγα μου κι ετούτο•
σαν τί τραπέζια να “ναι αυτά; τί κόσμος; ποιά η ανάγκη;
τάχατες γάμος ή γιορτή; Βέβαια αυτά δεν είναι
συντροφικά. Με πόση δές αδιαντροπιά και θάρρος
δώ μέσα τρωγοπίνουνε. Θ” αγαναχτούσε ανίσως
ερχόταν άντρας γνωστικός κι άπρεπα τέτοια θώρειε.»
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ , α, 221-229
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Γιατί με λες Τηλέμαχο;
Γιατί λες ότι άδικα ξοδεύω τα τροχιοδεικτικά μου βέλη; Τι προσπαθείς να μου πεις λέγοντας ότι το πλοίο αυτό που σημαδεύω δεν είν’ αυτό που κουβαλάει τους εχθρούς μου αλλά θα μπορούσε να είναι αυτό που κουβαλάει τον πατέρα μου Οδυσσέα, κι από μένα να εξαρτιέται αν θα γυρίσει σπίτι του ή αν μακριά για πάντα θα πλανιέται; Αφήνοντάς μου κούφια κληρονομιά, πλούτη που άλλοι θα τα χαίρονται, κάνοντας εμένα, ένα αρχοντόπουλο από βασιλική γενιά, αποπαίδι και ζήτουλα των αποφαγιών τους.
Γιατί όμως με λες Τηλέμαχο;
Λες να μη θέλω να τους φάω τ’ άντερα όλων αυτών που τρωγοπίνουν το έχει μου μέσα στο ίδιο μου το σπίτι; Λες να μη θέλω να τους γδάρω που και τη μάνα μου αδιάντροπα λιμπίζονται, όχι τόσο σαν όμορφη γυναίκα ―που είναι, αλλά για πόσο ακόμα;―, αλλά σαν τρόπαιο και σκήπτρο, σήμα και σημάδι άβουλο μιας εξουσίας που με άτιμη και φυγόμαχη πονηριά κερδίσανε;
Γιατί, λοιπόν, με λες Τηλέμαχο; Και ποιο είναι το αντίθετό του; Ο κοντινοπολεμιστής, ο Αγχέμαχος; Αυτός που από κοντά θα χώσει το αχάλαστο σπαθί του στο λαιμό τού υβριστή Αντίνοου; Κόβοντάς του λαλιά και ζωή μεμιάς;
Γιατί με λες Τηλέμαχο;
Μήπως ξεμάκρυνα πολύ, θαρρείς, από την κλίνη των γονιών μου, τη χτισμένη πάνω στη ρίζα της ελιάς, σημάδι γνωριμιάς του πατέρα με τη μάνα μου, λίκνο και μνήμη μου ασημοπράσινη, γαλαζοφωτισμένη από στίχους θαλασσινούς των ποιητών μου;
Γιατί με λες Τηλέμαχο; Γιατί τόσο συχνά μου λες: «Άκου τον Μέντορά σου, θεά είναι και κάτι ξέρει από σοφία»; Σου έδωσα ποτέ σημάδι ότι με του όσιου αμπελιού το αίμα θόλωσα με παράλογη μέθη το αίμα μου και χάλασα τα φρένα της ορμής μου;
Γιατί με σπρώχνεις σε ατέλειωτα διαβάσματα και ταξίδια συμμαχιών και γνωριμιάς του κόσμου, της ιστορίας μου και του σογιού μου; Τι προσπαθείς να μου πεις με τα λόγια σου;
Τι σημαίνει αυτό το «Κάνε οικονομία στα όπλα και στον χρόνο»;
Τι θέλεις να μου πεις μ’ αυτό το «Αγάπα όλα τα αδέρφια σου κι ας μην είναι αίμα σου»; Και τα λόγια σου «Η βία και η βιάση χαλούν τα έργα τα καλά»; Πώς; Με τι θα το χαλάσω το άδικο; Και πώς το εννοείς αυτό το «Το δίκιο πρώτα και τον νόμο, με το παράδειγμά σου, μέσα σου και γύρω χτίσε»;
Νομίζεις δηλαδή ότι σαν αχαλίνωτος κι συνθηματοδαρμένος έφηβος άδικα σπαταλάω οργή, θυμό και νιάτα, βρίζοντας και χτυπώντας στου μαχαιριού την κόψη το χέρι μου το ματωμένο;
Γιατί, συνέχεια, Τηλέμαχο με λες;
Οι Μνηστήρες, οι αμνήμονες, οι άνομοι και λαοφάγοι, δίπλα μου είναι, μέσα μου θέλουν να μπουν, μπήκαν κιόλας, με μολύνουν…
Τον τόπο μου ρημάζουν και θέλεις ψυχρό να κρατώ το αίμα μου και να μην οργίζομαι;
Να φτιάξω ομάδα, μού λες, με άλλους, που τον νόμο ξέρουν να κρατούν καθώς και του εαυτού τους το χαλινάρι. Γιατί, απ’ ό,τι λες, πιο δύσκολο είν’ αυτό από την άκριτη και άνομη ελευθερία που την αψάδα των νέων προκαλεί πιο κι απ’ το δίκιο.
Κι όλο Τηλέμαχο με ονομάζεις. Σαν να μου λες ότι από της απόστασης το βόλεμα και με λόγια αστόχαστα ή πράξεις επιφανειακές, που κολακεύουν το θυμό των ανοήτων, να κρύβομαι εγώ συνειδητά ή να μη νιώθω τις πιο βαθιές τις προσβολές του εχθρού μου στο ίδιο το κουκούτσι της υπόστασής μου.
Ο γνωστικός, μού λες, εκεί που δεν μπορεί πασχίζει να φτάσει.
Κι αυτό παράλογο μου ακούγεται αλλά ίσως και να το σέβομαι• γνωρίζοντας ποιανού γιος είμαι.
Μιλάς για την ευγένεια της καταγωγής μου που με υποχρεώνει να μην είμαι ρηχός και φτηνός στην κρίση και στην πράξη μου.
Να μην μπερδεύω τον τόπο, που τον λύκο κοροϊδεύει, με τα ίδια μου τα όπλα και τις αρετές.
Να μην ανέχομαι τη λύσσα των πολλών που τα ίδια τους τα μάτια και τα αυτιά απαρνιούνται και με αγκυλωμένη σκέψη, αγκυλωτές πράξεις και αγκυλόστομες κραυγές αφήνονται σαν ανδρείκελα, χαρίζοντάς του μάτια, αυτιά και βούληση, να τους οδηγεί ο πιο σιχαμερός κόλακας της απάνθρωπης οργής τους.
Λες κι επειδή δεν βούλιαξα ακόμη μέσα στις δεκαετίες της ηλικίας και της φρόνησης, ανόητος να είμαι. Όχι, το ξέρω… Ανόητο ποτέ δεν με είπες. Μόνο Τηλέμαχο.
Αλλά βοήθα με και συ, θεά καθώς λες ότι είσαι, νου, σκέψη, θέληση και μνήμη ν’ ακονίσω.
Κι όταν με τον πατέρα συναντηθούμε, σε χρόνο και σε καιρό πιο έτοιμο, τα βέλη μας να βρούν τον στόχο τους.
Μέσα μας και έξω μας.
Να τελειώνει επιτέλους αυτό το κακό, αυτός ο εμφύλιος πόλεμος που πάνω από εξήντα χρόνια έχει τα δόντια του χωμένα στις σάρκες μας.
Γιατί και οι μνηστήρες, βασιλιάδες είναι στο κάτω κάτω. Από τις ίδιες με μένα ελιές θρεμμένοι ―παραθρεμένοι θα έλεγα και γυαλιστεροί απ’ το πολύ το λάδι― και με των αμπελιών μας τους χυμούς μεθυσμένοι δίχως μέτρο.
Ομάδα να είμαστε με τον Οδυσσέα και δίχως τρόμο και δισταγμό ν’ ακούμε να ουρλιάζει ο μέσα μας Αντίνοος. Καθώς από δικά μας όπλα θα ψυχομαχάει, χώρο στο καινούριο και στο πιο καλό ανοίγοντας.
Και τότε, Τηλέμαχος δεν θα είμαι.
09 Φεβρουαρίου 2013