γραφει ο αρισταρχος
“Όση είναι η ανεργία άλλη τόση είναι η μικρή ή και καθόλου αμοιβή”
Πώς να σηκωθώ να πάω στην δουλειά. Δουλειά μη αμειβόμενη δουλεία είναι. Δυσβάσταχτη και ανέντιμη.
Φοβάμαι να φύγω μήπως και την χάσω . Ποια να χάσω; Την δουλειά. Γιατί ρωτάς, την είχα ποτέ; Σωστά, ήταν μια … ας πούμε μη αμειβόμενη εργασία. Δηλαδή ότι και ένας Καλός Σαμαρείτης. Μόνο που εκείνος κολλάει παραδόσιμα(ένσημα του παραδείσου) για την ψυχούλα του για να την σώσει από της κόλασης τα δεινά. Ενώ εγώ για την τσεπούλα του αφεντικού(χα!).
Σκέφτομαι πως μπορώ να σωθώ από του δυνάστη την δυναστεία. Πως θα του αποσπάσω τις αμοιβές μου που αυξήθηκαν πολύ ψηλά για τα δεδομένα τα δικά μου και τίποτα μπροστά στο εθνικό χρέος. Να τα πάρω χωρίς να με διώξει και χάσω την ιδιότητα του σκλάβου-έτσι λέγεται η μη αμειβόμενη εργασία- γιατί ύστερα σαν λεύτερος θα ανεβούν τα μυαλά μου πάνω από το κεφάλι μου.
Είπα να πλησιάσω την κόρη του και να την κάνω να μου πει τον εύκολο τρόπο που του τα αποσπά. Χοντράδες και κακές συνήθειες του παλιού καλού καιρού. Γεμιστοί κούρκοι –Thanks giving- επί το Αμερικανικότερον, ακριβά ipods, εκδρομές εντός κι εκτός, ρούχα, ρολόγια και τέτοια εξωγήινα. Εύκολο είναι; Αυτοί δεν πλησιάζονται κι όλας, λειτουργούν με password.
Παίζω με την κόρη μου και την γυναίκα μου, και όλοι μαζί με τα 480 συζυγικά ευρώ. Εγώ τα κολλάω αλλού, εκείνη τα ζητάει γι αλλού και η κόρη μου στον δικό της ουρανό. Τελικά βέβαια επικρατεί η δύναμη του στομάχου μας που ζητάει το δικό του μερίδιο. Η ΔΕΗ που ζητάει την αντί/παροχή υπηρεσιών, η Ύδρευση που αγνοεί πλήρως και συστηματικά το -δωρεάν λάβατε, δωρεάν δότε-, η καταβόθρα εφορία με τις μπάντες της(χαράτσια και τέτοια), η κυρά-Σταματίνα για το ενοίκιο και ότι περισσέψει για κανένα προσφυγάκι του τόπου του. Για σχολεία, ταβέρνες, ρούχα, καφετέριες, εκδρομές, ξενοδοχεία και τέτοια … αχά που ζούμε; Στο …χτες; Μια μόνο λέξη ΟΥΤΟΠΙΑ.
-Αύριο έλα να δουλέψεις. Ξέρω είναι Κυριακή, αλλά για να επιβιώσει η εταιρεία όλοι πρέπει να κάνουμε θυσίες.
-Μα αύριο είναι μέρα του Θεού. Η έβδομη μέρα που …λεν. Θα πάω στην εκκλησία.
-Έτσι θα σώσουμε την χώρα, με τεμπελιές; Να πάει στην εκκλησία η γυναίκα σου με την κόρη σου.
-Τέλος πάντων, θα πληρωθώ;
-Το μυαλό σου όλο στα λεφτά είναι. Οι τράπεζες δεν έχουν κι εγώ που να τα βρω. Οι πελάτες δεν πληρώνουν τι θέλετε να τους πιέσω για να τους χάσουμε; Χανόμαστε και συ το ρίχνεις στην τεμπελιά. Για πες μου, τι καλύτερο έχεις να κάνεις αύριο;
-Άυριο; Λέω να πάω με την γυναίκα μου και την κόρη μου λίγο παρακάτω σε μια Δημοτική όαση με υπαίθρια παγκάκια και τραπέζια. Θα φάμε(ξηρά τροφή) και θα παίξουμε, θα γελάσουμε και θα τραγουδήσουμε. Έ, θα κάνουμε πως είναι γιορτή, πανήγυρη. Θα πάρω τηλέφωνο να ρθει κι ο κουμπάρος μου. Αλλά αυτός πληρώνεται. Βέβαια θα πλακώσουν παιδικά ματάκια και θα γλύφονται όταν θα μας βλέπουν με το σαντουϊτσάκι στο χέρι, εμείς οι τυχεροί. Κι πολλά από αυτά γιατί να τα πιστέψεις ότι πεινάνε. Τίποτε γυφτάκια θάναι. Συνηθισμένα στην πείνα.
Η κουβέντα δεν βγάζει πουθενά κι εγώ αρχίζω να τα παίρνω με το δούλεμα που τρώω. Αυτός δεν έκανε τέτοια πράγματα. Τώρα πόθεν αντλεί το θράσος; Την δυναμική; Αποικιοκρατικά, δόλια και απάνθρωπα. Νομίζω πως έχω μπροστά μου όλη την πολιτική Ελληνική οντότητα. Και νιώθω τους μυς μου να φουσκώνουν θαρρείς και ήπια του Δρυϊδη την συνταγή κι έγινα …Σχιζοφρενίξ και θέλω να τον καταπιώ (και πως θα τον χωνέψω).
Από πού ν’ αρχίσεις και που να τελειώσεις. Εδώ δεν πρόκειται για μια απλή εκδρομή. Εδώ πρόκειται για την ίδια την Λερναία Ύδρα με όλα τα οφιοκέφαλα αρπαχτικά. Κι εγώ δεν είμαι της Ήρας το κλέος ούτε έχω ανηψιό Ιόλαο . Ένας λόγω υπερφόρτωσης των νεύρων Σχιζοφρενίξ είμαι.
Και κάνω υπομονή και καρτερώ. Ξέρω, όλοι οι ήρωες ήταν Έλληνες. Και οι ήρωες δεν γεννιούνται, γίνονται.
Κι ας ακούγονταν στην χασιά του δρόμου ο Νταλάρας “…μα είμαι φτωχός και ταπεινός, ένας Αλέξανδρος σημερινός. Αλέκο με φωνάζουνε και δεν με λογαριάζουνε”