Για την καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,
για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
Απ’το δικό μου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό
όσα εκοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε ημέρας...
Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών
Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου.
Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας
σαν της θαλάσσης τα κύματα
Και είπα τότε πως ετραγούδαγες στον άνεμο
ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων
Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.
Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.
Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.
Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.
Ξυπνάω εγώ και τότε, κάπου-κάπου, αποδημούνε
τα πουλιά που εκοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
Pablo Neruda