Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

«Γιορτάζουμε το ΟΧΙ, γιατί αν γιορτάζαμε τα ΝΑΙ, θα είχαμε κάθε ημέρα επέτειο»


Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος, Κιλκίς

Στα «ταλαίπωρα» τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας κάποιες λέξεις διατηρούν ακόμη την εύσημο θετική σημασία τους, ενώ, όταν δραπετεύουν από την αντίστοιχη σελίδα τους, χάνουν εντελώς την σημασία τους, καταντούν αγνώριστες, κακόσημες, στα όρια της βλασφημίας. Παράδειγμα η χιλιοβασανισμένη λέξη «εκσυγχρονιστής». Η λεξικογραφική της σύσταση είναι εξαιρετική. Διαβάζουμε για υγιείς μεταρρυθμίσεις και προσαρμογή στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις και λοιπά ηχηρά παρόμοια. Προσωπικώς, όπως και πολλοί άλλοι, όταν θέλω να προσβάλω κάποιον «ασυστόλως» και «βαθέως», τον χαρακτηρίζω …«εκσυγχρονιστή». Έτερον παράδειγμα.

Αν τολμήσεις και πεις την φράση «Ελληνική Δημοκρατία», οι πάντες χαχανίζουν. Καλύτερα «λωποδυτοκρατία». Αγορεύει από το βήμα της Βουλής, πελιδνός και αξιοδάκρυτος, ο φερόμενος ως πρωθυπουργός και ομιλεί γιά «ανάπτυξη». Ανάπτυξις ή ανάπτυσις, όπως θα έλεγαν οι καθαρολόγοι; Υπάρχει το ουσιαστικό «πτύξις», που σημαίνει δίπλωση ή πτυχή, άρα ανάπτυξη είναι το ξεδίπλωμα, η αύξηση, το μεγάλωμα, και έχουμε το ουσιαστικό «πτύσις», που είναι το φτύσιμο. Άρα «ανάπτυσις» είναι το ξαναφτύσιμο.

Βεβαίως και η εκάστοτε εξουσία εφευρίσκει καινούργιες, κούφιες λέξεις, που αναθρώσκουν ανάλαφρες σαν φυσαλλίδες αέρος, «κελύφη έρημα εννοίας» όπως θα ‘λεγε ο Ροϊδης, με τις οποίες «βαφτίζει» πράγματα, που ο λαός απεχθάνεται με τις παλιές τους ονομασίες. Νεολογισμοί, κυρίως, που αποκλείουν δυσάρεστους συνειρμούς. Μιλάει «ο στουρναρόγιαννος» για ανάγκη «διαρθρωτικών αλλαγών», και σκέφτεσαι ποιους ετοιμάζουν γιά την ανεργία (Με πόση επιπολαιότητα και σκληροκαρδία μιλούν κάποιοι για την «αναγκαιότητα» των απολύσεων, λες και πρόκειται γιά ζώα και όχι ανθρώπους με οικογένεια και παιδιά. Μόνιμοι κατά συμβασιούχων. Ιδιωτικοί κατά μονίμων. Κανιβαλισμός και αναλγησία. Και τα κομματικά καθάρματα χασκογελούν με τους ανόητους και αφελείς.

Το 1997 είχα διαβάσει το βιβλίο της Βιβιάν Φορεστέρ «Η οικονομική κρίση». Τότε μου φάνηκαν ουτοπικά τα όσα υποστήριζε. Τώρα τα κατάλαβα. Αντιγράφω μία παράγραφο:
«Βλέπουμε καθημερινά να προσλαμβάνονται, να απολύονται άντρες και γυναίκες, μέσα σε μία αγορά εργασίας που μεταβάλλεται, συρρικνώνεται, γίνεται όλο και πιό φανταστική, μία αγορά από την οποία αυτοί οι άνθρωποι εξαρτώνται, από την οποία εξαρτάται η ζωής τους, ενώ εκείνη δεν εξαρτάται πια από αυτούς. Βλέπουμε ήδη, τόσο συχνά, ότι δεν τους προσλαμβάνουν πιά καθόλου, δεν θα τους προσλάβουν ποτέ. Και τότε, ιδιαίτερα οι νέοι, φυτοζωούν μέσα σε ένα τεράστιο κενό που παρουσιάζεται σαν εξευτελιστικό, και για το οποίο θεωρούνται υπεύθυνοι οι ίδιοι. Βλέπουμε πως, ξεκινώντας από εκεί, η ζωή τούς κακοποιεί και η κοινωνία τη βοηθά να τους κακοποιεί. Βλέπουμε ότι πέρα από την εκμετάλλευση των ανθρώπων υπάρχει και κάτι χειρότερο: η απουσία οποιασδήποτε εκμετάλλευσης. Πώς να μην τρέμουν αυτά τα πλήθη, που δεν είναι εκμεταλλεύσιμα, που δεν είναι ούτε καν εκμεταλλεύσιμα, που δεν είναι πιά καθόλου απαραίτητα για την εκμετάλλευση; Αλλωστε κι η ίδια η εκμετάλλευση γίνεται πιά περιττή. Πώς να μην τρέμουν αυτά τα πλήθη κι όλα τα άτομα που τα απαρτίζουν;
Επομένως, σαν ηχώ, και πάλι το ερώτημα: είναι «χρήσιμο» να ζη κανείς αν δεν είναι επικερδής για το κέρδος; Κι αυτό το ερώτημα αποτελεί την ηχώ ενός άλλου: πρέπει κανείς ν’ «αξίζει» να ζη, για να έχει το δικαίωμα να ζη; Και μ’ αυτό το ερώτημα εκφράζεται ο κρυφός φόβος, η αόριστη αλλά δικαιολογημένη φρίκη ότι, σύντομα, θα θεωρείται περιττός ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή και ο μεγαλύτερος αριθμός. Όχι πολίτες δεύτερης κατηγορίας ούτε καν απορριπτέοι: περιττοί…. Και κατά συνέπεια επιζήμιοι. Και κατά συνέπεια…».
(σελ. 25-26, εκδ. «Λιβάνης»)
Την ίδια πνευματική αδιαθεσία και ανατριχίλα αισθάνεσαι, όταν ακούγαμε, για παράδειγμα, την κ. Διαμαντοπούλου να απειλεί την Παιδεία υποσχόμενη το «Νέο Σχολείο», όπερ σημαίνει αφιλοπατρία, εκκλησιομαχία και κατασυκοφάντηση της εθνικής ιστορίας μας και παράδοσης.

Πρόσφατο παράδειγμα. το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Βουλής είναι «ναός της Δημοκρατίας», εκεί υποτίθεται ότι ανθίζει η ελευθερία του λόγου, εξυμνείται ο σεβασμός της γνώμης και έτερα καρυκεύματα και εύπεπτα μπαχαρικά προς λαϊκήν κατανάλωσιν. Το βράδυ που ψηφίζονταν τα ξανά «νέα μέτρα» -«καρφιά» στο «φέρετρο» της Πατρίδας μας- κάποιο συμπολιτευόμενοι βουλευτές αρνήθηκαν τον ρόλο του «νεκροθάφτη» και «δημίου». Ο ψευτοβενιζέλος και ο φερόμενος ως πρωθυπουργός τους διέγραψαν εν ριπή οφθαλμού. Το ορθότερον, λοιπόν, είναι ναός της δειμοκρατίας, και όχι δημοκρατίας. (Κατά την μυθολογία ο Δείμος είναι γιος του Αρη και της Αφροδίτης. Δείμος σημαίνει τρόμος. Με τον αδελφό του Φόβο κλονίζουν τις πυκνές φάλαγγες των στρατών κατά την μάχη).

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την απαρίθμηση των λέξεων, που τις «έντυσαν» οι κρατούντες με καινούργιο «φόρεμα», γιά να μην αναγνωρίζονται, όπως η «διαθεσιμότητα», αντί γιά απόλυση, η «απασχολησιμότητα» και πολλές άλλες κουφότητες και κακότητες. Και να μην λησμονήσω και τους «Ευρωπαίους εταίρους», τα λυσσασμένα τα σκυλιά, τις ύαινες, που οσμίστηκαν «πτώμα» και επέπεσαν να το διαμελίσουν. Ακούς, Ευρωπαίοι; Τέτοια βρισιά, λέω στους μαθητές μου, να μην καταδεχτείτε να σας την πουν.
(Ο Θουκυδίδης στο Γ’, 82,4 αναφέρει κάτι παρόμοιο που συνέβαινε στην εμφυλιοσπαρασσόμενη Κέρκυρα: «….και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα πράγματα αντήλλαξαν την δικαίωσιν». Μεταφράζει ο Βενιζέλος, ο παλιός, ο πραγματικός, και όχι ο νέος ψευτοβενιζέλος: «…και κατήντησαν να μεταβάλλουν αυθαιρέτως την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, διά των οποίων δηλούνται τα πράγματα». Παρακάτω θα βρούμε εκείνο το περίφημο «το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα εστί», το οποίο τηρεί με ευλάβεια και ζηλευτή λεπτότητα ο «κύριος Τίποτε» έναντι της Τουρκίας).

Θα επιστρέψω, όμως, στα «πετράδια» των λέξεων που κατάντησαν …«πέτρες και άνθρακες». Η λέξη συνδικαλιστής -«με το συμπάθειο»- που έλεγαν και οι παππούδες μας. Πριν «σακατευτεί» από τους ….συνδικαλιστές, την λέξη την συνόδευε ωραία ερμηνεία. Αγώνες γιά δικαιώματα του λαού, κατακτήσεις, αυτονόητες, γιά τους εργαζομένους, θυσίες.

Από το ’81, όμως, κυρίως, και εντεύθεν, όταν βλάστησαν σ’ αυτόν τον τόπο οι κλαδικές των «πρασινοφρουρών» και ποικίλων επιβητόρων της εξουσίας και παρεξουσίας -με ένα λόγο το κλίμα σκυβαλοκρατίας και σαλταδορισμού, που η λαϊκή θυμοσοφία συνόψισε ευθύβολα στο απόφθεγμα «Τα λίγα βγαίνουν με κόπο, τα πολλά βγαίνουν με κόλπο» η λέξη «ξεφλουδίστηκε», ανασημασιοδοτήθηκε, κυλίστηκε στον βόρβορο της ευτέλειας και της ανομίας. (Φρόντισα να διαγραφώ –με ήλεγχε η συνείδησή μου- από τα «συνδικαλιστικά όργανα» των δασκάλων. Μακάρι να το πράξουν όλοι. Πόσοι και πόσοι χασομέρηδες και κηφήνες, πρώην δάσκαλοι, αναρριχήθηκαν, μέσω του συνδικαλισμού, στα «χρυσοφόρα» αξιώματα).

Ο νυν συνδικαλισμός είναι «σκωληκοειδής απόφυση» του ΠΑΣΟΚ. Τις τελευταίες δεκαετίες ο συνδικαλιστής -ζητωκραυγαστής και σφογγοκωλάριος του ΠΑΣΟΚ –Θεός σχωρέσ’ το- και λοιπών «προοδευτικών» δυνάμεων της βοσκηματώδους θολοκουλτούρας, μπορούσε με κατάλληλους ελιγμούς να ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα να γίνει υπουργός, καθηγητής πανεπιστημίου, διευθύνων σύμβουλος δημοσίου οργανισμού και κατόπιν επιδιδόταν στην λαφυραγωγία, στην ρουσφετολογία, μ’ ένα λόγο στην καταστροφή της Πατρίδας μας. (Γνωστό και το ανέκδοτο γιά το σαλιγκάρι, που βρέθηκε στην σκεπή του υψηλότερου μεγάρου της πρωτεύουσας. «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ πάνω»; το ρωτούν. Και εκείνο εξομολογείται «Έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά μου»!…).

Τέλος πάντων …και διηγώντας τα να κλαις. Η κρίση έχει και κάποια θετικά. Ξεβράζονται τα σαλιγκάρια και λοιπά ερπετά που μαγάρισαν την Πατρίδα μας. Ας ελπίσουμε ότι η Ελλάδα θα κυβερνηθεί κάποτε από ανθρώπους και όχι από «σιχαμερές ανθρωποκάμπιες», όπως θα έλεγε ο Φώτης Κόντογλου.