Τίποτα δεν είναι ικανό να του στερήσει την αξιοπρέπεια και κυρίως το δικαίωμά του να διεκδικήσει
ένα μέρος ομορφιάς και ιδιωτικότητας, ακόμη και καταμεσής του πολυσύχναστου δρόμου. Η εικόνα του άστεγου που έχει διακοσμήσει το πεζοδρόμιο με λίγα αντικείμενα που παραπέμπουν σε μια άλλη, στεγασμένη ζωή συγκινεί αλλά ταυτόχρονα δίνει και δύναμη στον περαστικό.
ένα μέρος ομορφιάς και ιδιωτικότητας, ακόμη και καταμεσής του πολυσύχναστου δρόμου. Η εικόνα του άστεγου που έχει διακοσμήσει το πεζοδρόμιο με λίγα αντικείμενα που παραπέμπουν σε μια άλλη, στεγασμένη ζωή συγκινεί αλλά ταυτόχρονα δίνει και δύναμη στον περαστικό.
Ο γέροντας στην οδό Μαρασλή, φέρει μαζί του θραύσματα της πραγματικής του ζωής, της βιωμένης πριν την κρίση. Ενα γύψινο άλογο ανασηκωμένο στα πίσω πόδια που μοιάζει να χλιμιντρίζει, ένα μπουκάλι αναψυκτικού και ψεύτικα λουλούδια, μήλα σε ρόλο διακοσμητικών, μπουκάλια με νερό, οι κούπες του ελληνικού καφέ αναποδογυρισμένες για να μη σκονίζονται – ο άστεγος δεν θέλει να κάνει την παραμικρή έκπτωση σε αυτές τις απειροελάχιστες στιγμές «πολυτέλειας» στη ζωή του. Οπως η απόλαυση ενός καφέ.
Τα στρωσίδια στο παγκάκι, δυο παλιές κουβέρτες, στρωμένες τακτικά, με συμμετρία, δίπλα στην απλώστρα για τα ρούχα και σε μια άδεια κρεμάστρα – μοιάζει σε κατάσταση αναμονής. Τα πόδια του τυλιγμένα σε μια ροζ πετσέτα για να ζεσταίνονται καθώς από χθες άρχισε το κρύο του φθινοπώρου και οι βροχές.
Καθώς μπαίνουμε σε ένα νέο τοπίο καιρού, δυο μήνες μακριά από τον χειμώνα, ο άστεγος της αριστοκρατικής Μαρασλή, ο άστεγος στη σκιά του Ευαγγελισμού αφηγείται πολλαπλές ιστορίες της πόλης, ιστορίες από την κοιλιά του κτήνους. Αλλά κυρίως αφηγείται κάτι πιο δυνατό: Αν και άστεγος, δεν έχει αποστερηθεί την προσωπικότητά του, τη μοναδικότητά του. Αντιστέκεται ακόμα, με το δικό του τρόπο.