Ξεπρόβαλα από του καιρού τα βάθη,
Γραικό με λένε, Έλληνα, Ρωμιό,
μ’ ακόμα τούτο εδώ δεν έχω μάθει,
ποιος είμαι αυτή την ώρα που μιλώ.
Το ένα χέρι μου στο Δυο Χιλιάδες
και τ’ άλλο στο σπαθί του Διγενή.
Δικό τους με ζητούν πολλές Ελλάδες,
που πρέπει μια στο τέλος να γενεί.
Μες στον καθρέφτη, Ελλάδα μου, κοιτώ.
Τα πρόσωπά σου βλέπω ένα ένα.
Μα γω διαλέγω το πιο ταπεινό,
αυτό που άστραψε το Εικοσιένα.