«Ξαναγύρισε στὰ βράχια καὶ εἶδε πάλι τὴ βαθειά, τὴ σκοτεινὴ τὴ θάλασσα. Μὰ ὁ ἥλιος εἶχε φύγει καὶ ἡ νύχτα κατέβαινε μὲ τὰ πένθιμά της χρώματα. Δὲν ἄκουγε ἄλλο παρὰ τὸ σφύριγμα τοῦ ἀέρα καὶ τ᾿ ἄγρια ξεφωνητὰ τῶν γλάρων. Καὶ κεῖ ἔμεινε ὄρθιος καὶ μόνος. [...] Τί ἀπέραντος ποὺ εἶναι ὁ ὀρίζοντας καὶ τί μικρὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν εἶδεν ὅλον μὲ μιὰ ματιά. Καὶ κείνη ἡ ἀπέραντη θάλασσα τί εὔκολα ποὺ μποροῦσε νὰ πνίξῃ τοῦτο τὸ μικροκαμωμένο κορμί, ποὺ ἦταν τόσο κοντά της. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ κορμὶ τὴν ἔβλεπε ὅλη μὲ μιὰ ματιά. Αὐτὸ τὸ κορμὶ εἶχε ψυχὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ κάμη κάτι στὸν κόσμο.»
Ἴων Δραγούμης |
Ὁ Ἴων Δραγούμης, ψηλὰ στὸν βράχο τοῦ Σουνίου, ἀγναντεύοντας τὸ πέλαγος. [1] Νέος καὶ ἀκαταστάλαχτος ἀκόμη, μαχόμενος μὲ τὰ πάντα, ἀμφισβητώντας τὰ πάντα, τὸν κόσμο, τὴν φύσι ἀκόμη, πρὸ πάντων τὸν ἑαυτό του. Μὰ μὲ φρόνημα γενναῖο. Νὰ κοιτᾷ τὴν ἄβυσσο, σὰν τὸν Φρειδερίκο Νίτσε, μὰ νὰ μὴν λιποψυχᾷ.
«Ὄρθιος καὶ μόνος.» Κι ὁ ἄνεμος βοᾷ. «Καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ μεγαλείου εἶναι ἄνεμος ποὺ τρελαίνει τὰ ἀκρωτήρια», σημειώνει ὁ Δημήτρης Λιαντίνης. [2]
«Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ κορμὶ τὴν ἔβλεπε ὅλη μὲ μιὰ ματιά.»
Εικών, ὁ ἐμβληματικὸς πίνακας τοῦ γερμανικοῦ ρομαντισμοῦ, ἀπὸ τὸν Κάσπαρ Δαυὶδ Φρήντριχ.
Caspar David Friedrich, Der wanderer über dem nebelmeer [Περιπλανώμενος ἐπάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα τῆς ὀμίχλης], 1818 |
«Τὸ ὡραῖο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀρχὴ τοῦ τρομεροῦ, ποὺ μόλις καὶ τὴν ἀντέχουμε, κι ἂν τὸ θαυμάζουμε τόσο, εἶναι ποὺ ἀτάραχα δὲν καταδέχεται νὰ μᾶς συντρίψει. Εἶναι τρομερὸς κάθε ἄγγελος.» (Ράινερ Μαρία Ρίλκε) [3]
* * *
Μιὰ μόνον εἰκόνα θὰ μποροῦσα νὰ θεωρήσω ἀνώτερη (καὶ ἴσως αὐθεντικότερα ἑλληνική). Αὐτὴν τοῦ ἀρχαϊκοῦ κούρου ποὺ ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τῆς ἡλιόλουστης Μεσογείου, ὄχι μαχόμενος μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν φύσι, ἀλλὰ ἕνα μὲ τὴν φύσι, σφύζοντας ἀπὸ τοὺς χυμούς της καὶ γευόμενος τὴν ζωή. [4]
Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο,
στὸ βασίλεμα σειέται ἀνοιξιάτικο
βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
καὶ ἡ ἐλεύθερη γῆ μου!
Ἄγγελος Σικελιανός |
«Κάθε ἑλληνικὸ σπίτι ἔπρεπε νὰ διαθέτει δίπλα στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἀντίδωρο τοῦτο τοῦ Σικελιανοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀκατάφθορη σάρκα τῆς θεωμένης ἑλληνικῆς φύσεως», θὰ γράψῃ γιὰ τοὺς στίχους αὐτοὺς ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης, ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς συμπληρώσεως ὀγδόντα χρόνων ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ «Ἀλαφροΐσκιωτου» [5]. Καὶ θὰ προσθέσῃ:
«Διότι ἐκεῖνο ποὺ προέχει εἶναι τὸ ἀνοιξιάτικο κορμὶ τοῦ ἐφήβου τῶν εἴκοσι δύο ἐτῶν, ποὺ ἔγραψε τούτους τοὺς ἀστρώους στίχους. Πράγματι, εἶναι γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸν Ἑλληνισμό, ἡ ἀνάδυση, ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τοῦ Ἰονίου τούτου τοῦ ἀρχαϊκοῦ Κούρου, ποὺ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης του ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ μὲ θεόδοτο λόγο μᾶς χάρισε τὸ ρῖγος τῆς κοσμικῆς μας παρουσίας, λησμονημένης ἀπὸ χιλιετίες. Ἀκριβῶς περὶ αὐτοῦ πρόκειται: περὶ τοῦ κοσμικοῦ ρίγους, ποὺ μόνον ἕνα ἀνοιξιάτικο κορμὶ μπορεῖ νὰ νιώσει μέσα στοὺς γηρασμένους καιρούς μας. Ἡ φύτρα αὐτοῦ τοῦ βλαστοῦ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ βαθιά, ὥστε νὰ μὴ μποροῦμε στὸ τέλος νὰ τὸν κατανοήσουμε. Ἕνας ἀρχαϊκὸς Ὀρφέας, ξεστρατισμένος στοὺς πολύπαθους δρόμους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, προξενεῖ θαυμασμὸ καὶ κατάπληξη.»
Εἰκών, ὁ κοῦρος τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. (Εἰς τὸ Σούνιον, ἐὰν δὲν κάνω λάθος – καὶ ἔτσι ἐπανερχόμεθα στὴν πρώτη ἀναφορά!)
Κοῦρος, τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη |
* * *
Ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, στὴν ὁμιλία του ὑπὸ τὸν τίτλον «Πὰν ὁ Μέγας», στὶς 19-2-1909, ἀντιτάσσει στὴν«Γέννησι τῆς Τραγωδίας» τοῦ Φρειδερίκου Νίτσε, στὸν Διόνυσο τοῦ πάθους καὶ στὸν νύκτιο τρόμο, τὴν «Πανικὴ ἀποκάλυψι» καὶ νικητήριο χαρὰ τῆς «μεσημβριάζουσας καὶ λιοκρουσμένης» ἑλληνικῆς ψυχῆς, πού, κατὰ τὴν δημοτικὴ μούσα, «ἔχει τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη». [6]
* * *
Σημειώσεις:
[1] Ἴων Δραγούμης, «Τὸ μονοπάτι», 1902, ἔκδ. 1925, ἐπανέκδ. Νέα Θέσις, 1992, σελ. 36-37.
[1] Ἴων Δραγούμης, «Τὸ μονοπάτι», 1902, ἔκδ. 1925, ἐπανέκδ. Νέα Θέσις, 1992, σελ. 36-37.
[2] Δημήτρης Λιαντίνης, «Τὰ ἑλληνικά», Βιβλιογονία, 1999, ISBN 960-7088-05-0, σελ. 84· μὲ παραπομπὴ στὸν Νίτσε (σελ. 177): «Nietzsche F., 2, 1133: Ὑπάρχει κάτι ποὺ ἐγὼ τὸ ὀνομάζω ὀργὴ τοῦ Μεγάλου = Es gibt etwas, das ich die rancune des Grossen nenne».
[3] Rainer Maria Rilke, «Οἱ ἐλεγεῖες τοῦ Ντουίνο», δίγλωσση ἔκδοσις, μετάφρασις-σημειώσεις-σχόλια Σωτήρης Σελαβῆς, Περισπωμένη, 2011, ISBN 978-960-99850-0-0, πρώτη ἐλεγεία, σελ. 13 καὶ σημ. σελ. 93-94.
[4] Καὶ βεβαίως τὴν εἰκόνα τοῦ ὀλυμπίου κάλλους, ἀρμονίας καὶ μακαριότητος στὴν ἱερὰν ἄλτιν, σμιλεμένην στὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ τοῦ Διὸς στὴν Ὀλυμπία, στὴν μορφὴν πρὸ παντὸς τοῦ Ἀπόλλωνος. (Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ εἰκὼν εὑρίσκεται εἰς τὸ τέλος (μετὰ ἀπὸ ἐπίπονον ἀγῶνα), εἰς τὸ τέλος μὲ τὴν πλήρη μάλιστα ἔννοια τῆς λέξεως (τελείωσις), καὶ ὄχι εἰς τὴν ἀρχήν.)
[5] Χρῆστος Μαλεβίτσης, «Ὁ ἀλαφροΐσκιωτος», ἐφημ. «Ἡ Καθημερινή», 11-2-1989· ἀναδημοσίευσις: «Δοκίμια ἰδεῶν: Ἑκατὸ μικρὰ δοκίμια γιὰ τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν μας», Δωδώνη, Ἀθήνα – Γιάννινα 1993, ISBN 960-248-633-3, σελ. 164-166.
[6] Ἄγγελος Σικελιανός, «Κήρυγμα ἡρωισμοῦ», φιλολογικὴ ἐπιμέλεια Κ. Μπουρναζάκης, Ἴκαρος, 2004, ISBN 960-8399-01-7, σελ. 74-88.