«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
(Ν. Καζαντζάκης, 1957)
«Ελπίζω τα πάντα, φοβάμαι τα πάντα, είμαι σκλάβος».
(Ελληνικός λαός, 2013)
«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Οι οκτώ αυτές λέξεις, που είναι χαραγμένες στον τάφο του Ν. Καζαντζάκη είναι απ’ αυτές που συνιστούν και αποτελούν φιλοσοφία και στάση ζωής. Η φράση αυτή πέρασε παντού. Από την ντάπια (προμαχώνα) Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη, βρέθηκε να κοσμεί κάθε είδους αντικείμενο σ όλον τον πλανήτη, κάτι σαν τη φωτογραφία-πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα.
Τώρα, περισσότερο από ποτέ, μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη φράση, αντιστρέφοντας τους όρους αλλά αφήνοντας ακέραιο το περιεχόμενό της ίσως. Είχε δίκιο ο μεγάλος Κρητικός να αποσείει την ελπίδα και το φόβο, προκειμένου να λευτερωθεί. Μέρα με τη μέρα η «ελπίδα» κι ο «φόβος» φαίνεται ότι μας υποδουλώνουν και πιο πολύ. Αυτά αποδεικνύονται πλέον τα δεσμά, που μας κρατούν ναρκωμένους και πειθήνιους, κατά τρόπο πλέον μαζοχιστικό να παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα, περιμένοντας άραγε τι;
Η «ελπίδα» και η περιβόητη πλέον «αισιοδοξία», λέξεις που «πιπιλίζουν» τα εργαστήρια κοινωνικής νάρκωσης-βλέπε ΜΜΕ- δεν είναι παρά συναισθηματικές καταστάσεις, οι οποίες απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Η «ελπίδα», όταν δεν έχει κάποιο έρεισμα, αλλά απλώς χρησιμοποιείται ως ισχυρό αναλγητικό, για να μη γίνεται αντιληπτή η πηγή του πόνου, μάλλον βλάπτει παρά ωφελεί. Όταν δε η «ελπίδα» κι η «αισιοδοξία» εκφράζονται κατά τρόπο χαζοχαρούμενο, τη στιγμή που η πληγή βαθαίνει και κακοφορμίζει, παύουν να είναι αφελή συναισθήματα, αλλά προφανώς υποκρύπτουν σκοπιμότητες από εκείνους που τα καλλιεργούν. Ποιες; Μα φυσικά τη διανοητική απονεύρωση της κοινωνίας, που υφίσταται οποιοδήποτε σαδιστικό και ηλίθιο «μέτρο», εναποθέτοντας τις «ελπίδες» της σε μια δι επιφοιτήσεως παρέμβαση του Αγίου Πνεύματος στις «σοφές» κεφαλές κάποιου Στουρνάρα ή κάποιου Τόμσεν, πράγμα λογικά και επιστημονικά αδύνατον.
Τώρα αν κάποιοι, θεωρώντας ότι η «ελπίδα» δεν κοστίζει τίποτα και είναι τζάμπα, προφανώς σφάλλουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανά τρίμηνο ανανέωση της ελπίδας (με κάθε επιθεώρηση των αφεντικών ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), δια των δανείων που λαμβάνονται μας κοστίζει, όχι ακριβά αλλά πανάκριβα.
Όλοι όσοι πουλούν «ελπίδα» και «αισιοδοξία», είναι στην πραγματικότητα «φυκοπώλες», παριστάνοντας τους «μεταξοκορδελοπώλες». Αλλά προφανώς δεν το κάνουν από α-λογία και α-κρισία. Κερδίζουν χρόνο μέχρι το άλλο «τέρμινο», το οποίο, είναι γνωστό πως είναι αντίστοιχο του μελλοντικού «κάποτε», «όποτε» , μια πολύ ευέλικτη λέξη, με την οποία όλοι είναι ευχαριστημένοι: αυτός που την λέει δεν δεσμεύεται, αυτός που την ακούει ικανοποιείται, η συζήτηση λήγει. Εσύ σ αυτό το μεσοδιάστημα εν τω μεταξύ, δίνεις την περιουσία σου, χάνεις την εργασία σου, καταστρέφεις τη ζωή σου, ωστόσο σου παρέχεται- απλόχερα η αλήθεια είναι- «ελπίδα» και «αισιοδοξία», γνωστές επί το λαϊκότερον ως «αέρας κοπανιστός».
Ο «φόβος», απ' την άλλη, που μπορεί να κλιμακωθεί και να φτάσει ως την ύψιστη βαθμίδα του, αυτήν του «τρόμου», κατευνάζει τα πάντα σε βαθμό εξηλιθίωσης. «Φοβάμαι» σημαίνει πρακτικά υπακούω οποιονδήποτε για ο,τιδήποτε.
Καθίσταμαι άθυρμα στα χέρια επιδέξιων παικτών, που με «παίζουν» κατά το δοκούν, με το μεγάλο γι αυτούς «άλλοθι» της εθελούσιας «συμμετοχής» μας σ αυτό το άθλιο παιγνίδι. Άλλωστε, πολύ πριν από μας ο Επίκτητος πρότρεπε τους ανθρώπους να «μη φοβούνται τον πόνο και το θάνατο, παρά μόνο τον ίδιο το φόβο».
Όταν δε, ο φόβος αυτός είναι συλλογικός παίρνει το χαρακτήρα κανονικής παράκρουσης και προετοιμάζει την κοινωνική αυτοχειρία. Ο Έλληνας φοβάται και τρομάζει πλέον μη χάσει, αυτά που δεν έχει, που δεν πρόκειται ποτέ να έχει, που δε θα τον αφήσουν ποτέ να τα αποκτήσει εκείνοι, που τον φοβίζουν ότι θα χάσει κάτι ανύπαρκτο!!! Σκέτη παράκρουση. Μάλλον σκέτη δουλεία. Για ν ακριβολογήσουμε σκέτη εθελοδουλία. Αυτός είναι και ορισμός της «σκλαβιάς», απευκταίος στο καζαντζακικό απόφθεγμα .
Αν δεν απαλλαγούμε τάχιστα απ' την «ελπίδα» και το «φόβο», θα καταλήξουμε σύντομα στα σκλαβοπάζαρα της Ιστορίας- κι έχει πάρα πολλά αυτή να μας δείξει στις προθήκες της.
Ειδικά εμείς οι Ηρακλειώτες, ας κάνουμε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Καζαντζάκη στο Μαρτινέγκο κι ας ξαναδιαβάσουμε την επιτύμβια επιγραφή, με φόντο την κορφή του Γιούχτα. Καλό θα μας κάνει….
*Ο Μιχάλης Τζανάκης είναι φιλόλογος.
Πηγή: Τόνοι και Πνεύματα