Στα 1974, όλα έγιναν ίδια, μέχρι το απόγευμα της παραμονής.
Ήταν Σάββατο, θυμάμαι, η μέρα της γιορτής και ανηφορίζοντας στον λόφο του Αη Λιά κάποια γειτόνισσα κάτι είπε στο αυτί της θειάς μου και κείνη άσπρισε και είπε "απαπάαα".
"Τί έγινε;" ρώτησα "τίποτε, προχώρα" απάντησε η θειά και γω στραβοπάτησα κι' ένα πετραδάκι μπήκε στο πέδιλό μου.
Άναψα κερί με το μυαλό μου στο πονεμένο μου πόδι και στο "άπαπάαα" και στην λειτουργία όλοι κρυφομιλούσαν...σε καλό τους εδώ ήρθαν να λύσουν τα προβλήματά τους.
Ε, αυτό το πρόβλημα δεν λύθηκε ποτέ! Οι Τούρκοι, τα ξημερώματα είχαν μπει στην Κύπρο και είναι ακόμη εκεί. Βιαστικό αντίδωρο, η θειά μου να κατεβαίνει τρέχοντας τον λόφο, στο ράδιο εμβατήρια, επιστράτευση -έφυγε για τον "πόλεμο" και το φλερτ μου, έκλαιγα κι εγώ γιατί έτσι έκαναν οι επίσημες και ανεπίσημες αγαπημένες-, οι μελιτζάνες έμειναν μέρες να ξεπικρίζουν στο νερό, το κρέας ξαναμπήκε στο ψυγείο, ο κόσμος να πηγαίνει πάνω-κάτω, η Κύπρος να πεθαίνει γι' άλλη μία φορά.
Απόβαση, βομβαρδισμοί, αιχμάλωτοι, νεκροί, αγνοούμενοι, βιασμοί, ομαδικοί τάφοι, βαρβαρότητα, βανδαλισμοί ναών, λεηλασίες, καταστροφές, ξεσπιτωμός, προσφυγιά, επαναλαμβανόμενη η ιστορία της.... "ελληνοτουρκικής φιλίας".
Δεν φάγαμε ούτε το παγωτό καϊμάκι, εκείνη την χρονιά.....Μαθαίναμε, στις επόμενες μέρες και τα επόμενα χρόνια, για άντρες που τους σκότωσαν μπρος στα μάτια των γυναικών τους, για τέκνα που δεν γνώρισαν πατέρα, για παπάδες που τους έσερναν δεμένους πισθάγκωνα, είδαμε Εσταυρωμένους χαμαί πεταμένους, ναούς να έχουν γίνει ουρητήρια, γυναίκες να σπαράζουν ξεσκίζοντας τα μάγουλά τους λες και σ' αυτές είχε οριστεί να διασώσουν την ελληνικότητα της τραγωδίας, μαύρα μαντήλια να κατεβαίνουν ως τα μάτια της απεγνωσμένης χηρείας και τον υποτιθέμενο πολιτισμένο κόσμο να προσκυνά και πάλι τους Ούνους του Αττίλα.
Τριανταοχτώ χρόνια μετά, κάθε που ξημερώνει τ'Αη Λιά, συνεχίζει να με πονάει εκείνο το πετραδάκι στο λευκό μου πέδιλο ......