Η προθεσμία είναι σαφής και τέθηκε με επείγουσα επιστολή της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων: Μέχρι τις 8 Μαΐου –δηλαδή τη μεθεπομένη των εκλογών – οι διοικήσεις των ταμείων θα πρέπει να αποφασίσουν με ποιον τρόπο θα «κουρέψουν» (και πάλι) τα εφάπαξ των ασφαλισμένων, ώστε το ύψος τους να συμβαδίζει με τις εισφορές που έχουν καταβάλει στη διάρκεια του εργασιακού βίου. Με δυο λόγια, και με εντολή της τρόικας, το εφάπαξ, ως επιπρόσθετη αποδοχή, θα ρυθμίζεται πλέον με βάση του τι έχει δώσει ο κάθε εργαζόμενος στο σύστημα και όχι μόνο τα τελευταία χρόνια.
Οι επιλογές που έχουν οι διοικήσεις των ταμείων που χορηγούν υψηλά εφάπαξ είναι ουσιαστικά δύο: είτε να αυξήσουν τις ασφαλιστικές εισφορές μετακυλώντας στους εν ενεργεία εργαζομένους το οικονομικό βάρος, είτε να μειώσουν το τελικό ποσό του εφάπαξ.
Το πιθανότερο, πάντως, είναι να οδηγηθούμε σε έναν συνδυασμό και των δύο, προκειμένου να επιτευχθεί (με ηπιότερο τρόπο) η σύγκλιση των εισφορών που θα πληρώνει ο εργαζόμενος στη διάρκεια των ετών που εργάζεται με το ύψος της εφάπαξ παροχής που θα έχει όταν θα έρχεται η ώρα της συνταξιοδότησης.
Πάντως, η επιστολή της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων που έφτασε στα ταμεία ήταν εξαιρετικά πιεστική. Δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών και δίνει χρονικό περιθώριο 10 εργάσιμων ημερών για να αποφασίσουν οι διοικήσεις με ποιον τρόπο θα κλείσουν τις «τρύπες».
Η πίεση, βέβαια, δεν προέρχεται τόσο από τον Κουτρουμάνη όσο από τους δανειστές. Και αυτό, καθώς στο μνημόνιο περιλαμβάνεται μια διάταξη η οποία προβλέπει ότι οι προσαρμογές παροχών και εισφορών θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέσα στον Ιούνιο.
Εδώ βέβαια υπάρχει ένα πολιτικό ζήτημα: Πώς μέσα σε τόσο ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα οι διορισμένες από τη σημερινή κυβέρνηση διοικήσεις θα λάβουν αποφάσεις που θα δεσμεύσουν και τις νέες διοικήσεις. Αυτό όμως δεν έδειξε να ενδιαφέρει ούτε τους δανειστές ούτε βέβαια και τους διαχειριστές της πολιτικής, που απέφυγαν να το αναδείξουν ως θέμα στο πλαίσιο της προεκλογικής πολιτικής ατζέντας.
Για την ιστορία, στους αποδέκτες της επιστολής περιλαμβάνονται οι διοικήσεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, του ΤΑΠΙΤ, του ΤΑΥΤΕΚΩ, του ΕΤΑΑ και του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ.
Εκτός, βέβαια, από το πολιτικό θέμα, υπάρχει και το οικονομικό. Αυτό, δηλαδή, που αφορά τις απολαβές των ανθρώπων που ανέμεναν το εφάπαξ. Σε τι ύψος θα κυμανθούν οι νέες μειώσεις στο εφάπαξ; Ποιες θα είναι οι αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών;
Εντελώς τυχαία, προ ημερών διέρρευσε η λίστα με τα ασφαλιστικά ταμεία που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο άνοιγμα ανάμεσα στις παροχές που δίνουν και στις εισφορές που εισπράττουν. Η λίστα σχηματίστηκε ύστερα από έρευνα της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Και βάζει στο σημάδι συγκεκριμένα ταμεία, τα οποία χορηγούν πολύ υψηλά εφάπαξ βοηθήματα σε σύγκριση με τις εισφορές που εισπράττουν.
Ποια ταμεία περιλαμβάνει η λίστα;
Στη χειρότερη θέση – με βάση το συγκεκριμένο κριτήριο – φαίνεται να βρίσκονται αυτή τη στιγμή:
1. Το ταμείο των ξενοδοχοϋπαλλήλων, καθώς η παροχή υπερβαίνει κατά 46% την εισφορά.
2. Το ταμείο των εργαζομένων στο φάρμακο με τις παροχές να ξεπερνούν κατά 63,9% τις εισφορές.
3. Το ταμείο του προσωπικού στο ταμείο Νομικών με υπέρβαση 52%.
4. Το ταμείο της ΕΡΤ με υπέρβαση 41,48%.
5. Το ταμείο των υπαλλήλων Αστυνομίας με υπέρβαση 45%.
Μεγάλο πρόβλημα φαίνεται να εξακολουθεί να έχει το ταμείο των δημοσίωνυπαλλήλων καθώς, παρά τις δύο μειώσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα, οι παροχές εξακολουθούν να ξεπερνούν κατά 20% τις εισφορές που έχουν καταβληθεί.
Διόλου τυχαίο που λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα το επικουρικό ταμείο των δημοσιογράφων, ο ΕΔΟΕΑΠ, ανακοίνωσε το τέλος μιας σειράς υπηρεσιών και παροχών που το καθιστούσαν ξεχωριστό ανάμεσα στα ταμεία και πρακτικά εξομοίωσε τις παροχές του με το ΙΚΑ.
Το θέμα του εφάπαξ αναδεικνύει και το ευρύτερο θέμα της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού συστήματος για το οποίο αναζητείται εναγωνίως λύση. Όπως είναι γνωστό, η απερχόμενη κυβέρνηση έχει υπογράψει με την τρόικα μια συμφωνία που προβλέπει τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Η υπογραφή αυτή μεταφράζεται όμως σε μία αντίστοιχη μείωση - τρύπα στα οικονομικά των ασφαλιστικών ταμείων της τάξεως του 1 δισεκατομμυρίου ευρώ. Το πώς θα μπορέσει να γίνει αυτό, είναι πάλι όλως τυχαίως) ένα θέμα, μια πολιτική απόφαση της επόμενης κυβέρνησης. Και αυτή θα έχει να επιλέξει το πώς θα το βρει μεταξύ δύο επιλογών…
1. Να μειώσει για μια ακόμη φορά τις συντάξεις. Θα είναι η τέταρτη φορά μέσα σε έναν χρόνο, και για να συγκεντρωθεί το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ η νέα κυβέρνηση δεν θα περιοριστεί στις συντάξεις άνω των 1.200 ευρώ, αλλά αναγκαστικά θα κατέβει και σε (πολύ) χαμηλότερα επίπεδα.
2. Να επιβάλει ένα ισοδύναμο φορολογικό μέτρο, ώστε το βάρος της χρηματοδότησης του ασφαλιστικού και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας να πέσει στις πλάτες των Ελλήνων φορολογουμένων. Για να συγκεντρωθεί το 1 δισ. ευρώ από τους φόρους θα πρέπει –για παράδειγμα – να αυξηθεί κατά 50% το χαράτσι της ΔΕΗ.
Στο ερώτημα αν μπορεί η επόμενη κυβέρνηση να βάλει και άλλον έναν τέτοιο φόρο, η απάντηση αφορά κυρίως τη σύνθεσή της. Πάντως, όταν πρωτοακούστηκε το ζήτημα του φόρου - πόρου για το ασφαλιστικό, οι συνθήκες στη χώρα ήταν τελείως διαφορετικές. Ο ΦΠΑ ήταν στο 19%, τα τρόφιμα βαρύνονταν με συντελεστή 9%, δεν είχαμε την ακριβότερη βενζίνη της Ευρώπης, ούτε έναν από τους μεγαλύτερους συντελεστές σε ποτά και τσιγάρα. Στα ακίνητα δεν επιβαλλόταν το χαράτσι της ΔΕΗ και η φορολογική κλίμακα προέβλεπε αφορολόγητο 12.000 ευρώ και όχι 5.000 ευρώ.
topontiki.gr